Μποτόπουλος, Κώστας

Μποτόπουλος, Κώστας

Ο Κώστας Μποτόπουλος γεννήθηκε το 1962 στην Αθήνα. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Διδάκτορας Συνταγματικού Δικαίου από το Πανεπιστήμιο Paris I- Pantheon – Sorbonne. Δικηγόρος στην Τράπεζα της Ελλάδας και στην ελεύθερη αγορά, με ειδίκευση το δημόσιο και το οικονομικό δίκαιο. Διετέλεσε Σύμβουλος του Υπουργού Προεδρίας Α. Πεπονή για το νόμο περί ΑΣΕΠ, Γενικός Γραμματέας Τουρισμού (2003-2004), Ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ (2007-2009), Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (2011-2015). Συγγραφέας επτά βιβλίων και τακτικός αρθρογράφος στα ΝΕΑ και τη ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ.    

Ο Κώστας Μποτόπουλος στην ομιλία του στο Συνέδριο του Κύκλου Ιδεών, Η Ελλάδα Μετά, αναφέρεται στον άλλο κράτος που όπως τονίζει πως «όχι μόνο είναι εφικτό, αλλά είναι απαραίτητο και αυτονόητο» και σημειώνει ότι «δε μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί όπως λειτουργεί αυτή τη στιγμή ούτε στα θέματα της δημόσιας ζωής ούτε στα θέματα των θεσμών ούτε στα θέματα της οικονομίας, νοούμενης ως βάση για να επιτύχουμε το κοινωνικό καλό». Ο Κ. Μποτόπουλος αναρωτιέται αν «μπορεί το κράτος να έχει μία νοοτροπία όταν αυτά τα ζητήματα είναι όλα κυρίως τεχνικής φύσης» και απαντώντας θετικά, εξηγεί πως «το κράτος οφείλει να έχει την νοοτροπία που ονομάζουμε πολύ απλά προστασία του δημοσίου συμφέροντος».

Ο Κώστας Μποτόπουλος εξετάζει τις κυβερνητικές προτάσεις για τη συνταγματική αναθεώρηση κατατάσσοντας τες «σε τρεις άνισες κατηγορίες: συζητήσιμες, κακότεχνες και μπολιβαριανές» και σημειώνει πως «θα ήθελαν να μας γυρίσουν σε εποχές «δημοψηφισμάτων» όπως αυτά του προηγουμένου Αρχιεπισκόπου με το βλέμμα στραμμένο στον Τσάβες». Ο συγγραφέας τονίζει: «Από τη Δημοκρατία της ευθύνης, της εθνικής συνεννόησης και των δύσκολων αλλά στιβαρών αποφάσεων υπέρ του γενικού συμφέροντος, η κυβερνητική πρόταση θα οδηγούσε σε μια Δημοκρατία λαϊκιστικής επίφασης και ακυβερνησίας. Παρόλο που το πολιτικό αυτό σχέδιο δεν θα υλοποιηθεί, το πλήγμα που έχει επιφέρει στο Σύνταγμα και τους θεσμούς είναι ήδη βαρύ.»

Ο Κώστας Μποτόπουλος αναλύοντας τις στρεβλώσεις που προκαλεί το ισχύον εκλογικό σύστημα, εκτιμά πως «οι καιροί είναι ώριμοι για μια αλλαγή του ισχύοντος εκλογικού συστήματος της (πολύ) ενισχυμένης αναλογικής» συμπληρώνοντας ότι «οι πολιτικές συνθήκες και οι ανάγκες της εποχής, στην Ελλάδα και όχι μόνο έχουν ουσιαστικά σημάνει τη λήξη του μοντέλου των μονοκομματικών κυβερνήσεων». Ο συγγραφέας παρουσιάζει τα βασικά σημεία του προβληματισμού για την αλλαγή του εκλογικού συστήματος: Περισσότερη αναλογικότητα, αντιπροσωπευτική κατανομή εδρών, σταυρός ή λίστα, εκπροσώπηση αποδήμων, χρήσιμες και λιγότερο χρήσιμες παράλληλες μεταρρυθμίσεις, και τονίζει πως « η συζήτηση περί του εκλογικού συστήματος είναι κρίσιμη για τη Δημοκρατία».