Σάββατο, 08 Οκτ 2016

Σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας: μια δικαιοπολιτική προσέγγιση

αρθρο του:

Στον απόηχο μιας ακόμα «σκληρής» διαπραγμάτευσης και ενός «έντιμου» συμβιβασμού της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, αυτή τη φορά με την Ελλαδική Εκκλησία, το παρόν κείμενο έχει ως στόχο να παρουσιάσει συνοπτικά μια σειρά από δικαιοπολιτικές σκέψεις σχετικά με το ζήτημα των σχέσεων Κράτους – Εκκλησίας, ξεκινώντας με μια σειρά ερωτημάτων που ακόμη αναμένουν την απάντησή τους: γιατί η Ελλάδα δείχνει να μην έχει καταλάβει τίποτα από τα ευρωπαϊκά τεκταινόμενα των δύο τελευταίων αιώνων; γιατί στο ζήτημα της θρησκευτική ελευθερίας παραμένει, όπως έξοχα σημειώνει ο έγκριτος νομικός Δ. Δημούλης, σε προδιαφωτιστική περίοδο; γιατί αυτοί που διώκουν τον προσηλυτισμό να εφαρμόζουν γενικευμένη πλυσιοεγκεφαλική εκπαίδευση σε εκμετάλλευση της ανηλικότητας των μαθητοπαίδων; γιατί αυτοί που κομπάζουν «για το ορθόδοξο 98%» να ξεχνούν, σύμφωνα με μαρτυρία του Τρικούπη, τους μαζικούς τετραπλούς και πενταπλούς βαπτισμούς της μεταπελευθερωτικής Ελλάδας; γιατί δικαστήρια να αποφαίνονται τέτοιες ιστορικές λαμπρότητες και νομικοπολιτικές βαρυσημαντότητες: «η Εκκλησία είναι η ζωντανή θρησκεία του ελληνισμού που ανύψωσε την ανθρωπότητα από τον σκοταδισμό της πολυθεΐας»; Η ερωτηματοθεσία αυτή δεν είναι περιοριστική. Ήρθε, όμως, η ώρα για καθαρές κουβέντες και πολύ περισσότερο για καθαρές λύσεις.

 Το κράτος θρησκεύεται και η Εκκλησία πολιτεύεται.

Το ζήτημα της θρησκευτικής ελευθερίας και των σχέσεων Κράτους –Εκκλησίας στη χώρα μας πάσχει από χρόνια κακοδαιμονία. Η ρίζα του προβλήματος εντοπίζεται σε μια ιδιοσύστατη εθνικοθρησκευτική ιδεολογία που αναπτύχθηκε μεν από καταβολής του νέου ελληνικού κράτους, το αποτέλεσμα, ωστόσο, ήταν οι σχέσεις Κράτους –Εκκλησίας να πάρουν σταδιακά τη μορφή ενός λαοκόντειου κρατικοθρησκευτικού εξουσιαστικού πλέγματος.

Η Θρησκευτική Ελευθερία υπό τη Δαμόκλεια Σπάθη

Η θρησκευτική ελευθερία στην Ελλάδα πολύ συχνά υπάγεται σε ένα ιδιότυπο καθεστώς κηδεμονίας ενίοτε δε και ομηρίας. Συνοπτικά, θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε τις πλέον προβληματικές πλευρές και εκδηλώσεις αυτού του ιδιάζοντος καθεστώτος στις ακόλουθες παραβιάσεις της θρησκευτικής ελευθερίας. Σύμφωνα με το Άρθρο 13 παρ.1 του Συντάγματος (εφεξής Σ.), το Άρθρο 18 της Οικουμενικής Διακήρυξης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το Άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, κατοχυρώνεται η θρησκευτική ελευθερία. Το κράτος, ως προς τις λειτουργίες του που απευθύνονται σε όλους τους πολίτες, οφείλει να παραμένει θρησκευτικά ουδέτερο. Το κράτος δεν δικαιούται δηλαδή να θρησκεύεται. Εντούτοις, το ελληνικό κράτος θρησκεύεται, όταν για παράδειγμα Διοίκηση και Δικαιοσύνη ερμηνεύουν την επιταγή «για ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης» με μια έξαρση θρησκευτικού πατριωτισμού, καθώς την ερμηνεύουν υπό τη δαμόκλεια σπάθη της επικρατούσας θρησκείας και στο πλαίσιο ενός κατηχητικού εκπαιδευτικού προτύπου. Η νομολογιακή αντιμετώπιση του άρθρου 13 παρ.2 Σ. κάθε άλλο παρά ορθή και μη στρεβλή μπορεί να χαρακτηρισθεί. Η διάταξη ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της σχετικής μεταξικής νομοθεσίας, με τρόπο που να είναι δυνατή η απαγόρευση κάθε συστηματικής και επίμονης διάδοσης θρησκευτικών ιδεών, όταν αυτές αντιβαίνουν την επικρατούσα. Μια άλλη σημαντική παραβίαση είναι η ελευθερία της λατρείας και ιδιαίτερα η υπαγωγή ανέγερσης ναών και ευκτήριων οίκων υπό την προηγούμενη άδεια του οικείου ορθόδοξο μητροπολίτη που καλείται να «εγκρίνει» τη διαφορετικότητα στην άσκηση της λατρείας πριν επιληφθεί του θέματος αυτού η διοίκηση. Αναμφίβολα, ένα ακόμη κατάλοιπο της μεταξικής νομοθεσίας που δεν βρίσκει όμως ούτε καν προσχηματικό συνταγματικό έρεισμα. Σε όλα αυτά χρειάζεται να αναφέρουμε τη θρησκευτικοποίηση καθαρά κοσμικών εκδηλώσεων (οι εναρκτήριες συνεδριάσεις της συνόδου της Βουλής, οι αγιασμοί στα σχολεία, η πρωινή προσευχή κ.α.), την υποχρεωτικότητα του όρκου, την υποχρεωτική θρησκευτική κατήχηση στο στρατό, τη θρησκευτική κατάληψη πολιτιστικών μνημείων, τη δικαστική απαγόρευση σύστασης θρησκευτικών σωματείων κ.α.

Την ίδια στιγμή βέβαια που το κράτος θρησκεύεται, η Εκκλησία από την πλευρά της πολιτεύεται. Η ίδια παραβιάζει την αυτονομία της όταν δέχεται την ανάμειξη του κράτους στα εκκλησιαστικά πράγματα (ο καταστατικός χάρτης της εκκλησίας είναι ένας νόμος του κράτους, ο αρχιεπίσκοπος και οι μητροπολίτες διορίζονται με πράξη της πολιτείας, οι εκκλησίες αποτελούν ν.π.δ.δ. και οι πράξεις τους προσβάλλονται στο ΣτΕ). Γιατί όμως η Εκκλησία δέχεται αυτή την ανάμειξη; Διότι επιθυμεί να προσδώσει πολιτειακό κύρος στις πράξεις της, να εμφανίζεται ως κρατικός θεσμός, διότι έτσι αποκτά δύναμη και επιρροή, μόνο που οι δυνάμεις της είναι δάνειες. Αναζητά με άλλα λόγια ένα κράτος που να «ωθεί» τους πολίτες προς την «κρατική» εκκλησία.   

Ελλάδα και λοιπές Ευρωπαϊκές Χώρες: χιλιόμετρα κοντά, αιώνες πίσω 

Η Γαλλία αποτελεί ίσως το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα κοσμικής δημοκρατίας. Η ελευθερία συνείδησης όταν συνδυάζεται με την αφύπνιση σε κάθε άνθρωπο της δυνατότητας κρίσης αποτελεί το θεμέλιο της ηθικής και ορθολογικής αυτονομίας του ατόμου, και αυτό είναι η πεμπτουσία μιας κοσμικής δημοκρατίας. Σε μια χώρα που ο χωρισμός υπάρχει ήδη από το 1905 ενώ η ουδετερότητα της θρησκευτικής εκπαίδευσης, χρονολογείται από το νόμο του Jules Ferry του 1982. Ακόμα, όμως, και σε χώρες, με χαρακτηριστικότερες την Ισπανία και την Πορτογαλία, που διέτρεξαν και εκείνες στο παρελθόν στιγμές θρησκευτικοφασιστικής παραφροσύνης, αμέσως μετά τη δημοκρατική αλλαγή δρομολογήθηκε συνταγματικά ο χωρισμός κράτους – εκκλησίας. Χαρακτηριστικό της ελληνικής περίπτωσης είναι ότι, την στιγμή που το γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο κήρυσσε επίσημα τη θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους στην εκπαίδευση αποκαθηλώνοντας τους εσταυρωμένους από τα σχολεία, με το αυτονόητο σκεπτικό πως η επιλογή υπέρ ή κατά μιας πίστης είναι υπόθεση του ατόμου και όχι του κράτους, το ΣτΕ επέβαλλε περισσότερες ώρες διδασκαλίας για το μάθημα των θρησκευτικών (απόφαση 2176/98) «για την ανάπτυξη σε επαρκή βαθμό της θρησκευτικής συνείδησης των ελληνοπαίδων σύμφωνα με τις αρχές του ορθοδόξου δόγματος», όπως ανέφερε σχετικά η επίμαχη απόφαση.

Μια καθαρή λύση περνά μέσα από τον θρησκευτικό αποχρωματισμό του θεσμικού οικοδομήματος της πολιτείας.

Το άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου υπήρξε γνώμονας πολλαπλών καταδικαστικών αποφάσεων της Ελλάδος επί όλων των θρησκευτικών ζητημάτων και για όλα τα θρησκευτικά ζητούμενα: μεταξύ άλλων, στην υπόθεση «Κοκκινάκη εναντίον Ελλάδος» δικαιώθηκαν Μάρτυρες του Ιεχωβά οι οποίοι διώκονταν για προσηλυτισμό, στην υπόθεση «Βαλσάμη κατά Ελλάδος» δικαιώθηκαν μαθητές στους οποίους είχαν επιβληθεί ποινές για την άρνησή τους λόγω θρησκευτικών πεποιθήσεων να συμμετάσχουν σε εορτασμούς εθνικών επετείων, ενώ, τέλος, στην υπόθεση «Μανουσάκη εναντίον Ελλάδος» καταδικάστηκε απερίφραστα η ελληνική δημοκρατία γιατί αρνήθηκε να χορηγήσει οικοδομικές άδειες σε εκπροσώπους μειονοτικών θρησκευτικών ομάδων.

 

Κράτος και Εκκλησία: ισχυρός κλονισμός – η ώρα του διαζυγίου

Η ανάγκη για μια καθαρή λύση περνά μέσα από τον πλήρη θρησκευτικό αποχρωματισμό του θεσμικού οικοδομήματος της πολιτείας. Με άλλα λόγια., πλήρης και οριστικός χωρισμός κράτους – εκκλησίας, έτσι ώστε η Ελλάδα να προσχωρήσει στο μοντέλο του κοσμικού κράτους και να πάψει να είναι μια από τις τελευταίες «ελέω Θεού» δημοκρατίες.

Προς αυτή την κατεύθυνση, μεταξύ άλλων, απαιτείται: 1) κατάργηση του προοιμίου του Συντάγματος με την επίκληση στο θείο, κάτι που θυμίζει ιεροκρατική κοινωνία, 2) κατάργηση του Άρθρου 3 Σ., καθώς το περιεχόμενό του είναι απλώς διαπιστωτικό και όχι κανονιστικό, 3) διαγραφή του τελευταίου εδαφίου της παρ.2 του Άρθρου 13 Σ. περί προσηλυτισμού, καθώς τέτοιες ρυθμίσεις είναι αδικαιολόγητες σε μια ελεύθερη κοινωνία. Ο κοινός Ποινικός Κώδικας αρκεί για την αντιμετώπιση των όποιων ζητημάτων ανακύπτουν, 4) διαγραφή από το άρθρο 16 παρ.2 Σ. της έκφρασης «ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης» και από το Άρθρο 1 παρ.1α του ν. 1566/1985 «η μετάδοση των γνησίων στοιχείων της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης» ως στόχος της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, 5), αντικατάσταση του μαθήματος των θρησκευτικών από τη θρησκειολογία και της Θεολογικής Σχολής, αντίστοιχα, από Σχολή Θρησκειολογίας, 6) τροποποίηση του Άρθρου 33 παρ.2 για το θρησκευτικό όρκο χριστιανικού τύπου για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και προσθήκη στο άρθρο 59 Σ. πολιτικού όρκου για τους βουλευτές, 7) κατάργηση των ενιαίων νόμων 1672/1932, 1363/1938 και 1369/1938 που αφορούν την ανέγερση ναών άλλων δογμάτων και η οποία εξαρτάται από την άδεια του ορθόδοξου μητροπολίτη, 8) υποχρεωτικός πολιτικός και προαιρετικός θρησκευτικός γάμος, διότι ο γάμος ως έννομη σχέση είναι θέμα της πολιτείας και μόνο ως μυστήριο ή θρησκευτικό γεγονός αφορά την Εκκλησία. Η αναγνώριση του γάμου και η επέλευση των εννόμων αποτελεσμάτων του είναι ζητήματα ης πολιτείας και του Αστικού Κώδικα, 9) να αφεθεί η εκκλησία να ρυθμίζει η ίδια τα εσωτερικά της θέματα (π.χ. εκκλησιαστικά δικαστήρια, εκκλησιαστική εκπαίδευση) και άρα κατάργηση του νόμου 5383/1932 «περί εκκλησιαστικών δικαστηρίων», καθώς των ειδικών νόμων για τις ιερατικές σχολές και την εν γένει εκκλησιαστική εκπαίδευση, 10) τροποποίηση του νόμου 590/1977 ώστε η Ορθόδοξη Εκκλησία αλλά και οι άλλες εκκλησίες να υπαχθούν στο ίδιο νομικό καθεστώς, ώστε να πάψει η πρώτη να λειτουργεί ως ν.π.δ.δ., 11) ανάληψη ζητημάτων μισθοδοσίας και συνταξιοδότησης κληρικών από την ίδια την Εκκλησία, καθώς και 12) επίλυση του ζητήματος της εκκλησιαστικής περιουσίας. Τέλος, χρειάζεται να προβλεφθεί η πολιτική κηδεία και η αποτέφρωση των νεκρών με διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής αυτών σε όλους όσους τις προτιμούν, επομένως και για τους ορθόδοξους χριστιανούς.

Απαιτείται αταλάντευτη πολιτική, ανάλογη που επεδείχθη από τον Κώστα Σημίτη στο ζήτημα των ταυτοτήτων.

 Καταληκτικές Σκέψεις

Η πρακτική και θεωρία σε ένα σύγχρονο δημοκρατικό κράτος δεν είναι δυνατόν να στηρίζεται σε δημοσκοπήσεις. Η νοοτροπία των δημοσκοπήσεων που ταυτίζει το πολιτειακό σώμα των Ελλήνων με το χριστεπώνυμο πλήρωμα στη βάση του «98% είναι χριστιανοί ορθόδοξοι» διαπράττει ένα μέγα ιστορικοπολιτικό σφάλμα. Εξοβελίζει το αρχαιοελληνικό και τα εξωχριστιανικά κομμάτια της ιστορίας μας, καταλήγοντας να συρρικνώσει τον ελληνισμό. Συρρίκνωση, αφού αφήνει απέξω όλους εκείνους τους Έλληνες, οι οποίοι ασκώντας αυτονόητες θρησκευτικές ελευθερίες, «παρεκκλίνουν» του πλειοψηφικού ρεύματος, την ίδια ώρα που καθρέφτης του πολιτισμού μιας κοινωνίας είναι το πώς φέρεται στις μειοψηφίες, στους αλλοεθνείς, στους αλλόθρησκους, στους «διαφορετικούς». Στην πορεία για τον ευρωπαϊκό εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας και συγκεκριμένα στο ζήτημα των Σχέσεων Κράτους – Εκκλησίας απαιτείται αταλάντευτη πολιτική, ανάλογη που επεδείχθη από τον τέως Πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη στο ζήτημα των ταυτοτήτων.

Οι αντιδράσεις του κλήρου, όταν δεν είναι επιζήμιο για τη νοημοσύνη μας να ασχοληθούμε με αυτές (βλ. περίπτωση Συνθήκης Σένγκεν και 666), θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με δημοκρατική κατανόηση. Οι όποιες δε ιστορικές επικλήσεις, όταν δεν είναι κραυγαλέα ανιστόρητες (ταύτιση Ελληνισμού – Ορθοδοξίας, εθνωφελής δράση της εκκλησίας στην τουρκοκρατία κ.α.) και εθνικιστικές (αλησμόνητες πατρίδες, επίκληση βυζαντινής μήτρας) είναι σίγουρα δικαιοπολιτικά αδιάφορες.   


* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι:  Θεόδωρος Ιακώβου Ράλλης (1852 –1909), Μεγάλη Παρασκευή

 

Μπαξεβάνης, Χρήστος

Ο Χρήστος Μπαξεβάνης ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Είναι πτυχιούχος του Τμήματος Νομικής/ΑΠΘ και Διδάκτωρ Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου. Κατέχει μεταπτυχιακά διπλώματα ειδίκευσης στον κλάδο των Διεθνών Σπουδών του οικείου Τμήματος, και στον κλάδο της Ανάλυσης και Επίλυσης Διεθνών Συγκρούσεων του Πανεπιστημίου του Bradford (Η.Β.). Διετέλεσα Πρόεδρος στις Επιτροπές Προσφυγών της Υπηρεσίας Ασύλου. Δίδαξε στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης (Π.Δ. 407/80), ενώ υπήρξε βοηθός διδασκαλίας στα γνωστικά αντικείμενα του Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου και των Διεθνών Σχέσεων σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο, του Τομέα Διεθνών Σπουδών του Τμήματος Νομικής/ΑΠΘ, καθώς και Εισηγητής σε Σεμινάρια Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου & Διεθνών Σχέσεων, Ευρωπαϊκού Δικαίου και Ευρωπαϊκών Πολιτικών, στον Εκπαιδευτικό Όμιλο Γ. Καρφή, Θεσσαλονίκη. Είναι Επιστημονικός Συνεργάτης του Κέντρου Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Οικονομικού Δικαίου, μέλος της Ελληνικής Εταιρίας Διεθνούς Δικαίου και Διεθνών Σχέσεων καθώς και της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Συμμετέχει με ανακοινώσεις σε συνέδρια ενώ άρθρα και μελέτες του έχουν δημοσιευτεί στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Τα επιστημονικά ενδιαφέροντά του περιλαμβάνουν το Σύστημα των Ηνωμένων Εθνών και της Ε.Ε, την ανάλυση και επίλυση διεθνών διαφορών, το κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου και την εν γένει διαχείριση των μεταναστευτικών ροών. Είναι Δικηγόρος Θεσσαλονίκης και Μέλος του ΔΣΘ από το 2005.