Πέμπτη, 06 Ιουλ 2017

Χρειαζόμαστε μια μεγάλη μεταρρύθμιση στην παιδεία και στη δικαιοσύνη #ElladaMeta

αρθρο του:

Ακόμα και οι πιο δύσπιστοι έχουν πλέον αντιληφθεί ότι η κρίση που διανύουμε δεν είναι μόνο οικονομική αλλά είναι μια βαθιά κρίση αξιών που αγγίζει διάφορες σφαίρες της κοινωνικής ζωής. Θα είχαμε προ πολλού ξεπεράσει την κρίση, εάν ήμασταν μια κοινωνία διαπαιδαγωγημένη διαφορετικά και αν ορισμένοι κρίσιμοι τομείς της διοίκησης λειτουργούσαν ομαλά ανεξαρτήτως της πολιτικής συγκυρίας. Δυο μεγάλες μεταρρυθμίσεις νομίζω ότι είναι αναγκαίες για να οικοδομήσουμε την Ελλάδα μετά την κρίση. Χρειαζόμαστε μια μεγάλη μεταρρύθμιση στην παιδεία και μια μεγάλη μεταρρύθμιση στην δικαιοσύνη.

Όλο το εκπαιδευτικό μας σύστημα πρέπει να στηριχτεί στην κριτική σκέψη. Να ενθαρρύνει τους νέους να αμφισβητούν και να ελέγχουν αυτό που ακούνε. Να τελειώσουμε μια και καλή με την αποστήθιση. Η έλλειψη κριτικής σκέψης, είναι ένα κακό που έχει επιπτώσεις σε όλη η κοινωνία. Εθίζει τους πολίτες να δέχονται άκριτα μυθεύματα, θεωρίες συνομωσίας, και φήμες. Πολλά από τα τερατουργήματα πού ακούστηκαν αυτά τα τελευταία χρόνια, (θα μας δάνειζαν οι Κινέζοι και η Ρώσοι, θα μας έδινε ο Σώρρας εξακόσια δις κλπ) δεν θα γινόταν πιστευτά αν υποβάλλονταν στον παραμικρό έλεγχο. Το ίδιο δεν θα μπορούσαν να γίνουν πιστευτές οι διάφορες υποσχέσεις που έδινε ο Τσίπρας.

Nα επιτραπεί η ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων.

Η κριτική σκέψη διαφέρει της αποστήθισης, διαφέρει επίσης και η αξιολόγηση της που εκ πρώτης όψεως φαίνεται να είναι αυθαίρετη και να στηρίζεται σε υποκειμενικά κριτήρια. Ο φόβος ακριβώς της αυθαίρετης κρίσης, είναι που οδήγησε στην αποστήθιση και σε διαγωνισμούς σωστού-λάθους. Όμως, η αξιολόγηση της κριτικής και δημιουργικής σκέψης και της πρωτοτυπίας, είναι κάτι που γίνεται παντού χωρίς παράπονα για αυθαιρεσία. Είναι τόσο σημαντική που ακόμη και ο κίνδυνος λαθών δεν πρέπει να την σταματήσει. Μπορούν άλλωστε να προβλεφθούν διαδικασίες επανεξέτασης ώστε να διασφαλιστεί το αδιάβλητο και η ορθή κρίση.

Δεν αναφέρθηκα στις γνωστές παθογένειες ιδιαίτερα της ανώτερης παιδείας, στα φαινόμενα βίας, στο άσυλο, στη συμμετοχή των φοιτητικών παρατάξεων και όχι των φοιτητών στα όργανα διοίκησης των ΑΕΙ γιατί θεωρώ ότι είναι πλέον κοινός τόπος ότι όλα αυτά πρέπει να αλλάξουν. Δεν υπάρχουν πουθενά στο κόσμο πανεπιστήμια σαν τα δικά μας. Ο μεγαλύτερος ανασχετικός παράγοντας αλλαγών είναι ο τρόπος οργάνωσης του φοιτητικού συνδικαλισμού που δίνει εξουσία στις διάφορες παρατάξεις. Εκτός από το θέμα δημοκρατίας που τίθεται αφού ουσιαστικά δίνει εξουσία σε μειοψηφίες, προσωπικά δεν θυμάμαι ούτε μια θέση αυτού του φοιτητικού συνδικαλισμού τα τελευταία 35 χρόνια που να προωθεί την παιδεία.

Πριν από πέντε χρόνια βρέθηκα σε μια εκδήλωση στην Αγγλία στην οποία συμμετείχε ένας οικονομολόγος, ο οποίος μας είπε ότι ματαιοπονούμε αν επιχειρούμε να είμαστε ανταγωνιστικοί σε οποιοδήποτε αγροτικό ή βιομηχανικό προϊόν. Θα πρέπει είπε να συγκεντρωθούμε σε τομείς που έχουμε πλεονέκτημα, και αυτοί, κατά την άποψή του, ήταν ο τουρισμός, η ναυτιλία και η παιδεία. Θεωρούσε ότι τα πανεπιστήμιά μας θα μπορούσαμε να προσελκύσουμε φοιτητές από τις γειτονικές χώρες και την Μ. Ανατολή, να γίνουμε κάτι σαν Αγγλία των Βαλκανίων. Αν το καλοσκεφθεί κανείς δεν είναι μια τρελή πρόταση. Έχουμε ένα άριστο επιστημονικό προσωπικό, έχουμε τις υποδομές και, λόγω των προγόνων μας, ένα ελκτικό όνομα. Το βασικό που λείπει είναι να επιτραπεί η ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων. Μετά από 40 χρόνια έχει πια γίνει κοινός τόπος ότι πρέπει να καταργηθεί η συνταγματική διάταξη που, κατά παγκόσμια πρωτοτυπία, προβλέπει ότι η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστική από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.

H άλλη μεγάλη μεταρρύθμιση αφορά τη δικαιοσύνη. Δεν θα σας κουράσω με το ζήτημα της τρομερής καθυστέρησης στην απονομή της δικαιοσύνης που συχνά ισοδυναμεί με αρνησιδικία. Είναι αυτονόητο ότι ή θα συντομευθεί ο χρόνος εκδίκασης των υποθέσεων ή δεν πρόκειται να ανακάμψουμε ως κράτος.

Η δημοσιότητα είναι στην πραγματικότητα και ο μόνος ουσιαστικός έλεγχος που έχουμε ως κοινωνία πάνω στη δικαστική εξουσία.

Θα ήθελα να σταθώ σε ένα ζήτημα που δεν αποτελεί ελληνική ιδιομορφία αλλά αφορά όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες τη μεγάλη εξουσία που έχει συγκεντρωθεί στη δικαστική εξουσία. Από τη μία, όλοι γνωρίζουμε πόσο σημαντική είναι για ένα κράτος δικαίου η ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας. Από την άλλη, γνωρίζουμε ότι κάθε εξουσία πρέπει να πηγάζει από τον λαό και να μην είναι ανέλεγκτη. Στην περίπτωση της δικαστικής εξουσίας άμεση σύνδεση με τον λαό και έλεγχος δεν υπάρχουν, για αυτό πρέπει, τουλάχιστον εμμέσως, να βρεθεί κάποια σύνδεση με τη λαϊκή νομιμοποίηση και κάποιος τρόπος ελέγχου.

Στη χώρα μας δικαστές γίνονται όσοι αποφοιτούν από τη Σχολή Δικαστών και μετά διορίζονται αρχίζοντας μια καριέρα που έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τη δημοσιοϋπαλληλική. Η μόνη «εξωτερική» παρέμβαση που προβλέπεται στη σύνθεση του δικαστικού σώματος είναι ο διορισμός από το Υπουργικό Συμβούλιο της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων. Ξέρω ότι στην Ελλάδα η λέξη διορισμός αντιμετωπίζεται με δικαιολογημένη δυσπιστία, αφού τις πιο πολλές φορές σημαίνει διορισμό των ημετέρων. Αλλά η επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης από την κυβέρνηση που ψηφίστηκε από τον λαό αποτελεί τη μοναδική και έμμεση σύνδεση της δικαστικής εξουσίας με το εκλογικό σώμα. Αποτελεί μια συνηθισμένη παγκοσμίως πρακτική (επιλογή είτε από την κυβέρνηση είτε από τη Βουλή) και η δικαιολόγησή της αποσκοπεί στο να διασκεδάσει τις ανησυχίες για μια ανέλεγκτη και πλήρως αυτονομημένη εξουσία.

Τώρα, νομίζω ότι η συγκεκριμένη συνταγματική ρύθμιση δεν αρκεί για να εξασφαλίσει την επιθυμητή σύνδεση με τον λαό. Θα πρότεινα να επανεξετάσουμε την αποκλειστική «δημοσιοϋπαλληλική» σύνθεση του δικαστικού σώματος, να τη συμπληρώνουμε με διορισμούς κάποιων επιφανών νομικών που δεν έχουν κάνει δικαστική καριέρα. Μου φαίνεται αδιανόητο να θέλουμε να κατοχυρώσουμε με τρόπο απόλυτο την πλήρη αυτοδιοίκηση της δικαιοσύνης, χωρίς να καταλαβαίνουμε ότι έτσι δημιουργούμε ανεπίτρεπτα στεγανά σε ένα βασικό μέρος της κρατικής εξουσίας. Και αυτό ακριβώς κάνουν όσοι υποστηρίζουν ότι το δικαστικό σώμα θα πρέπει να λειτουργεί αποκλειστικά με βάση την επετηρίδα ή με εσωτερικές διαδικασίες να αποφασίζει το ίδιο τις προαγωγές των μελών του.

Υποστήριζα πάντοτε ότι η κυβέρνηση οφείλει να αγνοήσει την επετηρίδα στον διορισμό προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων, αλλιώς καταστρατηγείται η συνταγματική ρύθμιση που της απονέμει αυτήν την ευθύνη. Ελεύθερη, λοιπόν, να διορίσει όποιον της αρέσει; Όχι, οφείλει να διορίσει τους πιο άξιους δικαστές. «Τώρα μάλιστα», θα ειρωνευτούν πολλοί, «βλέπουμε με πόση συνέπεια υπηρετείται η αξιοκρατία». Όμως, δεν είναι δυνατόν να συζητάμε ζητήματα αρχών και συγκρότησης θεσμών παίρνοντας ως σταθερό δεδομένο την άθλια πρακτική μας. Δεν υπάρχουν θεσμοί που μπορούν να λειτουργήσουν με κακόβουλους ανθρώπους.

Υπάρχουν κριτήρια για ορθές επιλογές; Εκτός από την ακεραιότητα και τις διοικητικές ικανότητες, πρώτο και κύριο είναι η ποιότητα των αποφάσεων που πήραν οι δικαστές στη σταδιοδρομία τους. Αυτό, βεβαίως, προϋποθέτει να γνωρίζει κανείς τις σημαντικές αποφάσεις που έλαβαν στο παρελθόν και να έχει αξιολογήσει το σκεπτικό τους. Και αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο αν δημοσιεύονται στον Τύπο τα ονόματα των δικαστών που παίρνουν σημαντικές αποφάσεις και έτσι να είναι σε θέση η κοινή γνώμη να σχηματίζει εικόνα για το έργο κάθε δικαστή.

Η δημοσιότητα είναι στην πραγματικότητα και ο μόνος ουσιαστικός έλεγχος που έχουμε ως κοινωνία πάνω στη δικαστική εξουσία. Οι δικαστικές αποφάσεις πρέπει να υποβάλλονται σε έλεγχο, να συζητούνται ελεύθερα και να συνδέονται με τα πρόσωπα που τις έλαβαν. Μερικοί τη δημοσιότητα και την κριτική την εκλαμβάνουν ως αμφισβήτηση της σημασίας της δικαιοσύνης ή, χειρότερα, ως πλήγμα στο κύρος της. Στην πραγματικότητα η κριτική απορρέει από την αναγνώριση του θεμελιώδους ρόλου της στη σύγχρονη δημοκρατία και αποτελεί καθήκον του πολίτη. 


* Σημεία από την ομιλία του Σταύρου Τσακυράκη στο Συνέδριο του Κύκλου Ιδεών, Η Ελλάδα Μετά, στον Κύκλο 3: Ένα άλλο κράτος είναι εφικτό – Οι θεσμικές προϋποθέσεις


* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι:  Robert "Rob" Gonsalves (born in 1959), The Space Between Words

 

Η Ελλάδα Μετά | Κύκλος 3: Ένα άλλο κράτος είναι εφικτό – Οι θεσμικές προϋποθέσεις from Evangelos Venizelos on Vimeo.

Τσακυράκης, Σταύρος

Ο Σταύρος Τσακυράκης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο ΕΚΠΑ