Πέμπτη, 06 Ιουλ 2017

Η βελτίωση της απονομής δικαιοσύνης ως μοχλός ανάπτυξης. #ElladaMeta

αρθρο του:

Ι. Η βελτίωση του δικαιοδοτικού μηχανισμού: αδήριτη αναγκαιότητα

Η εισήγησή μου αναφέρεται στη σωστή λειτουργία της Δικαιοσύνης ως απαραίτητη προϋπόθεση για ένα «άλλο» κράτος και, ιδίως, στο κατά πόσο αυτή μπορεί να συμβάλει στην προσέλκυση επενδύσεων και στην οικονομική ανάπτυξη του τόπου. 

Η χώρα μας κατέχει δυστυχώς την τέταρτη θέση ανάμεσα στα 47 κράτη του Συμβουλίου της Ευρώπης αναφορικά με τις καταδίκες που της επιβλήθηκαν από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) λόγω παραβιάσεων της αρχής της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 ΕΣΔΑ) και, ειδικότερα, της εύλογης διάρκειάς της, μια και από το 1997 και εφεξής η Ελλάδα καταδικάστηκε σε περισσότερες από 360 υποθέσεις για υπερβολικές καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης. Και τούτο, παρόλο που έχουμε περισσότερους δικαστές ανά κάτοικο σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και μια από τις μεγαλύτερες πληθυσμιακές αναλογίες δικηγόρων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στη χώρα μας, τέλος, όχι σπάνια εκδικάζονται κακουργήματα μετά από 17 ή 18 χρόνια, στα όρια δηλαδή σχεδόν της εικοσαετούς τους παραγραφής, ακόμη κι όταν δεν έχει μεσολαβήσει μακρύ χρονικό διάστημα από την τέλεση του εγκλήματος μέχρι την άσκηση της ποινικής δίωξης, ενώ το έτος 2010 ο χρόνος εκδίκασης των διοικητικών διαφορών στον πρώτο βαθμό ήταν γύρω στις 2000 μέρες, χρειαζόταν δηλ. κατά μέσο όρο περίπου 6 χρόνια για την έκδοση οριστικής απόφασης από το πρωτοβάθμιο διοικητικό δικαστήριο. Σε μια τέτοια χώρα, λοιπόν, σαν την Ελλάδα, η ανάγκη για δραστική βελτίωση του συστήματος απονομής δικαιοσύνης φαντάζει αυταπόδεικτη.

Η βελτίωση της απονομής δικαιοσύνης συναρτάται ευθέως με την βελτίωση του επενδυτικού κλίματος. 

Παρόλο, όμως, που η κατάσταση στο χώρο της Δικαιοσύνης δεν είναι ευχάριστη, τα τελευταία χρόνια, μετά δηλαδή το 2013, η κατάσταση, δηλαδή οι επιδόσεις της Δικαιοσύνης, άρχισαν σιγά σιγά να παρουσιάζουν τάσεις βελτίωσης, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τους ποσοτικούς δείκτες, όπως θα καταδείξουμε στη συνέχεια και, ειδικότερα, την ταχύτητα εκδίκασης των υποθέσεων. Έχει γίνει έργο, λοιπόν, το οποίο δειλά δειλά έχει αρχίσει να αποδίδει καρπούς, ιδίως σε ό,τι αφορά την επιτάχυνση της διαδικασίας, κάτι το οποίο αναμένεται να γίνει ακόμη πιο αισθητό τα αμέσως επόμενα χρόνια, μετά δηλαδή την πλήρη εφαρμογή αφενός όλων των πρόσφατων μεταρρυθμίσεων που αφορούν τη διοικητική δίκη και αφετέρου του νέου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, βασική στόχευση του οποίου είναι επίσης η ποικιλότροπη επιτάχυνση της εκδίκασης των αστικών διαφορών. 

Λόγος για απογοήτευση και παραίτηση δεν υφίσταται λοιπόν! Απλώς τώρα πια, που έχει αποσυμπιεσθεί κάπως το σύστημα από άποψη φόρτου υποθέσεων, όπως θα δούμε στη συνέχεια, θα πρέπει να «αλλάξουμε ταχύτητα»: να εγκύψουμε πάνω στις πρόσφατες «μνημονιακές» μεταρρυθμίσεις διαδικαστικού/δικονομικού χαρακτήρα, ιδίως στο χώρο της διοικητικής δικαιοσύνης, αξιολογώντας κριτικά τα αποτελέσματά τους και επανεξετάζοντας, ενδεχομένως, τη σκοπιμότητα ορισμένων από αυτές ενόψει και της σχέσης έντασης που τις χαρακτηρίζει αναφορικά με δικαιικές αρχές συνταγματικής περιωπής. Γενικώς, τώρα που φαίνεται να αφήνουμε σιγά σιγά πίσω μας την πρώτη φάση του «κόκκινου συναγερμού», στην οποία είχαμε περιέλθει λόγω των πολλαπλών καταδικαστικών αποφάσεων της χώρας μας από το ΕΔΔΑ (και ιδίως μετά το Ψήφισμα της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης της 6.6.2007 και την απόφαση ΕΔΔΑ Αθανασίου της 21.12.2020, που εφάρμοσε για την χώρα μας τη «δίκη πιλότο», επισημαίνοντας προβλήματα συστημικού χαρακτήρα αναφορικά με την καθυστερημένη απονομή της δικαιοσύνης) και κατά την οποία πρώτη αυτή φάση απαιτούνταν, τρόπον τινά, «βίαιες» λύσεις ακόμη και προκρούστειας λογικής, προκειμένου να τεθεί υπό έλεγχο η έκρυθμη αυτή κατάσταση, μειώνοντας το φόρτο των δικαστηρίων, μεταξύ των άλλων, μειώνοντας και τον αριθμό των εισερχόμενων στο σύστημα υποθέσεων[1], έχουμε τώρα την «πολυτέλεια» και την ανάγκη, με μικρότερη πίεση χρόνου, να προχωρήσουμε σε πιο εκλεπτυσμένες παρεμβάσεις στο χώρο της Δικαιοσύνης: μεταρρυθμίσεις, στις οποίες θα κυριαρχεί το ποιοτικό στοιχείο, κυρίως η ισορροπημένη επιδίωξη της επιτάχυνσης της διαδικασίας παράλληλα με την αποτελεσματική προστασία όλων των θεσμικών και ποιοτικών χαρακτηριστικών και εγγυήσεων ενός σύγχρονου δικαιοκρατικού συστήματος Δικαιοσύνης. Μεταρρυθμίσεις, εξάλλου, που δεν θα είναι μόνο ή κυρίως δικονομικού αλλά και οργανωτικού ή δομικού χαρακτήρα. Και που δεν απαιτούν πάντα και εξ ορισμού μεγάλο κόστος ή βαρύγδουπες, μεγάλης κλίμακας νομοθετικές μεταβολές ή, πόσο μάλλον, αναθεώρηση συνταγματικών διατάξεων. Διέπονται, όμως, σε κάθε περίπτωση από κοινή λογική και πρακτικό πνεύμα, και θα πρέπει να γίνουν αξιοποιώντας και τις δυνατότητες που παρέχουν οι σύγχρονες Τεχνολογίες Πληροφορίας και Επικοινωνιών (ΤΠΕ). 

ΙΙ. Η αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης ως προαπαιτούμενο οικονομικής ανάπτυξης

Ο ίδιος ο Jean-Claude Juncker είπε πρόσφατα σε ομιλία του ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ότι «τα αποτελεσματικά συστήματα δικαιοσύνης στηρίζουν την οικονομική ανάπτυξη και υπερασπίζονται τα θεμελιώδη δικαιώματα. Αυτός είναι ο λόγος που η Ευρώπη προάγει και προασπίζει το κράτος δικαίου»[2]. Στο ίδιο μήκος κύματος, εξάλλου, λίγο παλαιότερα και η Επίτροπος Viviane Reding επισήμαινε ότι η ελκυστικότητα μιας χώρας ως τόπου πραγματοποίησης επενδύσεων και ανάπτυξης επιχειρηματικής δραστηριότητας ενισχύεται από την ύπαρξη ενός ανεξάρτητου και αποτελεσματικού συστήματος απονομής δικαιοσύνης.

Σε μελέτη, εξάλλου, του 2017 που εκπονήθηκε από το ευρωπαϊκό Κοινό Κέντρο Ερευνών (JRC) καταγράφεται συσχέτιση μεταξύ της βελτίωσης της αποδοτικότητας των δικαστηρίων και του ποσοστού ανάπτυξης της οικονομίας καθώς και μεταξύ της αντίληψης που έχουν οι ιδιοκτήτες και τα στελέχη επιχειρήσεων για την ανεξαρτησία του συστήματος της Δικαιοσύνης και της αύξησης της παραγωγικότητας[3]. Όταν τα δικαστικά συστήματα εγγυώνται την εφαρμογή των δικαιωμάτων, οι πιστωτές είναι πιθανότερο να δανείζουν, οι εταιρείες αποθαρρύνονται από την υιοθέτηση καιροσκοπικής συμπεριφοράς, το κόστος των συναλλαγών μειώνεται και οι καινοτόμες επιχειρήσεις είναι πιθανότερο να πραγματοποιούν επενδύσεις. Ο θετικός αυτός αντίκτυπος αναδεικνύεται και σε περαιτέρω έρευνες, μεταξύ άλλων, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, του ΟΟΣΑ, του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ και της Παγκόσμιας Τράπεζας[4].

Νομίζω, πάντως, ότι και χωρίς παρόμοιες εμπεριστατωμένες τεχνικές μελέτες, αλλά με βάση την ίδια τη συναλλακτική του εμπειρία και την κοινή λογική γνωρίζει καθένας από εμάς ότι η βελτίωση της απονομής δικαιοσύνης συναρτάται ευθέως με την βελτίωση του επενδυτικού κλίματος σε μια χώρα και των προοπτικών οικονομικής της ανάπτυξης. Απλούστατα, γιατί οι επενδύσεις κατευθύνονται εκεί που υπάρχει εμπιστοσύνη. Εμπιστοσύνη και ασφάλεια. Η εμπιστοσύνη, όμως, εξ ορισμού έχει ως σημείο αναφοράς το μέλλον, παρόλο που δημιουργείται με βάση τα βιώματα του παρελθόντος. Και είναι ευθέως ανάλογη αφενός με το βαθμό ύπαρξης προβλεψιμότητας και αφετέρου με το κατά πόσο το ίδιο (το προβλέψιμο) μέλλον προδιαγράφεται θετικό.

Η προβλεψιμότητα, από τη μεριά της, πάντα μέσα στο εδώ συζητούμενο πλαίσιο τόνωσης των επενδύσεων με μέσα συνδεόμενα με το περιεχόμενο και την εφαρμογή κανόνων δικαίου, συναρτάται με διάφορους παράγοντες, όπως:

α) με τον μη πρόσκαιρο χαρακτήρα του ισχύοντος, κάθε φορά, νομοθετικού πλαισίου: να μην αλλάζουν δηλαδή κάθε τόσο οι νόμοι, ιδίως σε καίριας σημασίας για την οικονομία τομείς, όπως αυτόν της φορολογίας, όπου ανεξαρτήτως περιεχομένου των οικείων νομοθετικών ρυθμίσεων, η σταθερότητα του φορολογικού συστήματος αποτελεί αξία καθεαυτήν

β) με την, κατά το δυνατόν, ύπαρξη ασφάλειας δικαίου, η οποία με τη σειρά της εξαρτάται

- τόσο από την ποιότητα και σαφήνεια του παραγόμενου νομοθετικού έργου (κάτι που δεν διασφαλίζεται, παραδείγματος χάριν, όταν η πολυνομία συνδυάζεται με τον αποσπασματικό/εμβαλωματικό χαρακτήρα των κείμενων ρυθμίσεων, οι οποίες συχνά επικαλύπτονται ή αλληλοαναιρούνται, οπότε η νομοθεσία παύει να είναι εύκολα εποπτεύσιμη ακόμη και σήμερα στην εποχή της κοινωνίας της πληροφορίας και εν πάση περιπτώσει δεν είναι εύκολα ερμηνεύσιμη, με άλλα λόγια δύσκολα βγάζουμε άκρη τι «λέει» τελικά ο νόμος)

- όσο, όμως, και από την ποιότητα και ταχύτητα της απονομής της δικαιοσύνης. Το τελευταίο ευχερώς γίνεται κατανοητό αν, για παράδειγμα, αναλογιστούμε τον ενοποιητικό ρόλο που καλούνται να διαδραματίσουν τα ανώτατα δικαστήρια της χώρας αναφορικά με την ενίοτε στασιαζόμενη νομολογία των κατώτερων δικαστηρίων της ουσίας, ώστε κατά το δυνατόν έγκαιρα και εύστοχα να αποκαθίσταται βεβαιότητα αναφορικά με το ποιο είναι τελικά το νόημα των κείμενων νόμων και πώς αυτοί πρέπει συνακόλουθα να εφαρμόζονται και , τέλος,

γ) ευθέως με την ταχύτητα στην απονομή της δικαιοσύνης, έτσι ώστε να είμαστε βέβαιοι ως επιχειρηματίες, ως οικονομικά υποκείμενα και, γενικά, ως πολίτες ότι τα όποια δικαιώματα ή αξιώσεις μας, όταν αυτά παραβλάπτονται παρανόμως π.χ. από τη συμπεριφορά ενός ανταγωνιστή, θα προστατευθούν /πραγματωθούν εγκαίρως και όχι κατόπιν εορτής. Γιατί πράγματι, ιδίως στον τομέα της οικονομίας, στον οποίο οι ρυθμοί είναι φρενήρεις, μια απόφαση που μας δικαιώνει, κινδυνεύει να αποδειχθεί δώρον-άδωρον, εάν αυτή εκδοθεί με τέτοια καθυστέρηση, που η βλάβη μας θα είναι πλέον μη αναστρέψιμη: όπως στην περίπτωση που έχει εντωμεταξύ τρωθεί η ίδια η βιωσιμότητα της επιχείρησής μας. Καταλαβαίνουμε , λοιπόν, μέσα από τέτοια παραδείγματα γιατί η διασφάλιση ενός εύλογου χρόνου διεξαγωγής της δίκης είναι τελικά αναγκαία συνιστώσα του ίδου του κράτους δικαίου: γιατί είναι προαπαιτούμενο για την αποτελεσματική εφαρμογή του δικαίου, άρα και την αποτελεσματική προάσπιση των δικαιωμάτων πολιτών και επενδυτών, συνεπώς και για την εκ μέρους τους εμπιστοσύνη στην Ελλάδα ως τόπο προορισμού επενδύσεων.

 ΙΙΙ. Διεθνή κριτήρια αξιολόγησης της ορθής λειτουργίας ενός συστήματος δικαιοσύνης

Το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης κρίνεται παγίως από τους ευρωπαϊκούς και διεθνείς θεσμούς με γνώμονα τρία κριτήρια, τα οποία όμως δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται αποσπασματικά και ως πλήρως αυτονομημένα αλλά ως αλληλένδετα μεταξύ τους, αποτελώντας τις διακριτές όψεις ενός ενιαίου όλου. Τα κριτήρια αυτά είναι η αποτελεσματικότητα (εν στενή εννοία) του συστήματος, κύρια έκφανση της οποίας αποτελεί αναμφίβολα η ταχύτητα στην απονομή της δικαιοσύνης, η ανεξαρτησία και, τέλος, η ποιότητα, τα οποία αποτελούν κύρια στοιχεία ενός ορθού και λειτουργικού (ή αποτελεσματικού εν ευρεία εννοία, όπως αλλιώς λέγεται) συστήματος δικαιοσύνης.

Το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης κρίνεται από την αποτελεσματικότητα, την ανεξαρτησία και την ποιότητα

Τα κριτήρια αυτά πρέπει, λοιπόν, να «διαβάζονται» συνδυαστικά, καθώς και τα τρία στοιχεία είναι απαραίτητα για την ορθή λειτουργία ενός συστήματος δικαιοσύνης και σε μεγάλο βαθμό τελούν σε μια σχέση εσωτερικής αλληλεπίδρασης. Έτσι, τυχόν πρωτοβουλίες με στόχο την αποσπασματική βελτίωση ενός μόνο εξ αυτών των στοιχείων, χωρίς να τηρείται ένα ελάχιστο επίπεδο εσωτερικής ισορροπίας με τις άλλες δύο όψεις της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, είναι αμφίβολο εάν προάγουν πράγματι τους σκοπούς του διεθνούς ή συντακτικού νομοθέτη για διασφάλιση μιας δίκαιης εν ευρεία εννοία του όρου δίκης: μπορεί, για παράδειγμα, να επιτευχθεί επιτάχυνση της δίκης τόσο υπερβολική και/ή με μέτοια μέσα, που να αποβαίνει καταφανώς σε βάρος των στοιχειωδών εγγυήσεων ποιότητας του δικαιοδοτικού έργου[5]. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι το ίδιο το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ συνδέει τις έννοιες της δίκαιης δίκης (εν στενή εννοία) αφενός και της εύλογης διάρκειάς της (της ταχύτητας της δίκης) αφετέρου, ως επιμέρους συνιστώσες ενός ενιαίου συστήματος ορθής απονομής της δικαιοσύνης (δίκαιης δίκης εν ευρεία εννοία) που παρέχει ένα ευρύ φάσμα εγγυήσεων: θεσμικών (ανεξαρτησίας, αμεροληψίας του δικαιοδοτικού οργάνου) και διαδικαστικών (εύλογης διάρκειας της δίκης, ισότητας των όπλων, δικαιωμάτων άμυνας, δημοσιότητας της συνεδρίασης, αιτιολογίας των αποφάσεων)[6].

IV. Συγκριτική καταγραφή της ελληνικής πραγματικότητας στο ενωσιακό περιβάλλον

Η καταγραφή αυτή θα επιχειρηθεί, κυρίως, με βάση τον «Πίνακα αποτελεσμάτων της EE στον τομέα της Δικαιοσύνης 2017»[7]. Ο πίνακας αυτός αποτελεσμάτων εστιάζει κυρίως στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, καθώς επίσης στις διοικητικές υποθέσεις. Είναι ένα συγκριτικό μέσο πληροφόρησης, προκειμένου να συνδράμει η ΕΕ τα κράτη μέλη στις προσπάθειές τους να ανοίξουν τον δρόμο προς ένα περιβάλλον περισσότερο φιλικό για τις επενδύσεις, τις επιχειρήσεις και τους πολίτες. Ο πίνακας καταρτίζεται και επικαιροποιείται στο πλαίσιο διαλόγου με τα κράτη μέλη και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με στόχο τον προσδιορισμό των ουσιωδών παραμέτρων ενός λειτουργικού συστήματος δικαιοσύνης. Μεγάλο μέρος των ποσοτικών δεδομένων παρέχεται από την επιτροπή αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας της δικαιοσύνης (CEPEJ) του Συμβουλίου της Ευρώπης, με τη οποία η Επιτροπή έχει συνάψει σύμβαση για την εκπόνηση ειδικής ετήσιας μελέτης. Τα δεδομένα αυτά χρονολογούνται από το 2010 έως το 2015 και έχουν παρασχεθεί από τα κράτη μέλη σύμφωνα με την μεθοδολογία της CEPEJ. Ο εν λόγω «Πίνακας αποτελεσμάτων» περιέχει στοιχεία και διαγράμματα για τα τρία κύρια στοιχεία ενός λειτουργικού (αποτελεσματικού εν ευρεία εννοία) συστήματος δικαιοσύνης: αποτελεσματικότητα, ανεξαρτησία, ποιότητα .

  1. Αποτελεσματικότητα τoυ συστήματος

1.1. Γενικά

Οι δείκτες που σχετίζονται με την αποτελεσματικότητα των διαδικασιών στους ευρείς τομείς των αστικών, εμπορικών και διοικητικών υποθέσεων είναι οι ακόλουθοι:

  • διάρκεια των διαδικασιών (χρόνος εκδίκασης υποθέσεων)
  • ποσοστό διεκπεραίωσης υποθέσεων (λόγος του αριθμού υποθέσεων που εκδικάσθησαν εντός ενός έτους προς αριθμό υποθέσεων που εισήλθαν στο σύστημα)
  • αριθμός εκκρεμών υποθέσεων.

1.2. Συγκριτική επισκόπηση κρίσιμων δεικτών εντός ΕΕ

Ας δούμε, λοιπόν, ενδεικτικά μερικά χαρακτηριστικά στοιχεία του πιο πρόσφατου «Πίνακα αποτελεσμάτων της ΕΕ στον τομέα της Δικαιοσύνης 2017» που αποτυπώνουν την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα μας, κυρίως αναφορικά με την αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης, αλλά όχι μόνο. Μεγαλύτερη αξία έχει εν προκειμένω η συγκριτική επισκόπηση των μεγεθών σε σχέση με τα υπόλοιπα 27 κράτη-μέλη, γιαυτό και θα επισημαίνουμε κάθε φορά την οικεία θέση κατάταξης της χώρας μας, όπως στη συνέχεια και τη διαχρονική εξέλιξη των μεγεθών, την τάση δηλαδή που διαμορφώνεται τα τελευταία χρόνια.

  • α1) Αναγκαίος χρόνος για την εκδίκαση αστικών και εμπορικών υποθέσεων αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας: η Ελλάδα κατέχει την 20η θέση, με μέσο χρόνο εκδίκασης σε πρώτο βαθμό λίγο κάτω από τις 400 ημέρες
  • α2) Αναγκαίος χρόνος για την εκδίκαση διοικητικών υποθέσεων: η Ελλάδα στην 21η θέση, με μέσο χρόνο εκδίκασης σε πρώτο βαθμό λίγο κάτω από τις 1000 μέρες[8].
  • β1) Αριθμός εκκρεμών αστικών και εμπορικών υποθέσεων αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας(σε πρώτο βαθμό/ανά 100 κατοίκους): η Ελλάδα στη 18η θέση ανάμεσα στα κράτη μέλη της ΕΕ με βάση στοιχεία του έτους 2015
  • β2) Αριθμός εκκρεμών διοικητικών υποθέσεων (σε πρώτο βαθμό/ανά 100 κατοίκους): η Ελλάδα στην 24η θέση κατάταξης ανάμεσα στα κράτη μέλη της ΕΕ με βάση στοιχεία του έτους 2015.
  • γ1) Ποσοστό εκδίκασης αστικών και εμπορικών υποθέσεων αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας (λόγος εκδικασθεισών υποθέσεων σε σχέση με εισαχθείσες στο σύστημα υποθέσεις εντός του έτους 2015): Η Ελλάδα στη 17η θέση, με ποσοστό 100%.
  • γ2) Ποσοστό εκδίκασης διοικητικών υποθέσεων: Εκτόξευση της Ελλάδας το έτος 2015 στη 2η θέση ανάμεσα στα 28 κράτη-μέλη, με ποσοστό εκδίκασης 180%!

1.3. Αίτια του προβλήματος και διαχρονική του προσέγγιση: τάσεις βελτίωσης

Το πρόβλημα της καθυστέρησης στην απονομή της δικαιοσύνης προσέλαβε αρχικά πιο έντονες διαστάσεις στο χώρο των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων αλλά και του Συμβουλίου της Επικρατείας ειδικότερα. Τα αίτια για την κακοδαιμονία αυτή μπορούσαν (και εν μέρει μπορούν ακόμη και σήμερα) να καταταγούν συστηματικά στις εξής κατηγορίες: α) Προβλήματα ποιότητας της νομοθεσίας (πολυνομία, ασάφεια, αντιφατικότητα και ευμετάβλητος χαρακτήρας των νομοθετικών ρυθμίσεων, έλλειψη κωδικοποιήσεων που μειώνουν την εποπτικότητα και την ασφάλεια δικαίου) καθώς και προβλήματα κακής λειτουργίας της διοίκησης, που αμφότερα συμβάλλουν στην ασύστολη γένεση διοικητικών διαφορών, β) έλλειψη αυστηρών ρυθμίσεων και χαλαρή στάση των δικαστών που επέτρεπαν να ασκούνται προδήλως αβάσιμα ένδικα βοηθήματα και μέσα και να διευκολύνεται η με πρωτοβουλία των διαδίκων (και χωρίς συνέπειες γι’ αυτούς) παρέλκυση της δίκης, γ) αλόγιστη άσκηση ενδίκων βοηθημάτων και μέσων από το ίδιο το Δημόσιο και τα ΝΠΔΔ και δ) οργανωτικές και λειτουργικές αδυναμίες των διοικητικών δικαστηρίων (π.χ. ελλείψεις σε υποδομές και κατάλληλα εκπαιδευμένο/εξειδικευμένο προσωπικό, ανορθολογική χωροταξική κατανομή των τακτικων διοικητικών δικαστηρίων, μη επαρκής αξιοποίηση ΤΠΕ)[9].

Όσο πιο μεγάλο ήταν, όμως, το πρόβλημα καθυστερήσεων και φόρτου υποθέσεων στο χώρο της διοικητικής δικαιοσύνης στις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας, τόσο πιο εντυπωσιακή εμφανίζεται τα τελευταία χρόνια και η βελτίωση της κατάστασης σε επίπεδο δεικτών σε σύγκριση με την εξέλιξη των ίδιων δεικτών στο χώρο της πολιτικής δικαιοσύνης. Και αυτό, μεταξύ των άλλων, γιατί ενώ για την επιτάχυνση της διοικητικής δίκης θεσπίστηκαν και άρχισαν προ πολλού να εφαρμόζονται πολλές δεκάδες νομοθετημάτων μετά το 2008, ο νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ), απεναντίας, που πράγματι πολλά υπόσχεται στην κατεύθυνση της επιτάχυνσης της πολιτικής δίκης, δεν έχει συμπληρώσει ακόμη, παρά ελάχιστους μήνες πραγματικής εφαρμογης. Ως εκ τούτου, δεν πρόλαβε ακόμη ο νέος ΚΠολΔ να αποδώσει πλήρως καρπούς. Ευλόγως, πάντως, αναμένεται ότι τα αμέσως επόμενα χρόνια η εμπεδωμένη πια εφαρμογή του θα επιφέρει, αν όχι θεαματική, σίγουρα πιο αισθητή βελτίωση των δεικτών αποδοτικότητας στο τομέα των αστικών και εμπορικών υποθέσεων, μεταξύ των άλλων χάρις στις ρυθμίσεις που αυτός περιέχει σχετικά με:

- τη σύντομη μετά την κατάθεση της αγωγής επίδοσή της στον αντίδικο, καθώς και τη σύντομη αμφίπλευρη κατάθεση προτάσεων, προσθηκών και αντικρούσεων, καθώς και άμεσο ορισμό εισηγητή, ώστε το σύστημα να γίνει κατά το δυνατόν «ταχείας αναφλέξεως», να κινητοποιείται δηλαδή, αξιοποιώντας τον (έως τώρα ενδιάμεσο) νεκρό χρόνο, όσο το δυνατόν πιο σύντομα από την έναρξη της εκκρεμοδικίας

- την απαγόρευση αναβολών

- την καθιέρωση έγγραφης απόδειξης (και μόνο κατ’ εξαίρεση εξέταση ενός μάρτυρα για κάθε διάδικο)

- την ενοποίηση των ειδικών διαδικασιών,

- τον εξορθολογισμό της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης προκειμένου να

ολοκληρώνεται ταχύτερα

- την πρόβλεψη του (μέχρι σήμερα αναξιοποίητου) θεσμού της δικαστικής μεσολάβησης.

Τέλος, κάποια ελάφρυνση των πολιτικών δικαστηρίων από απόψη φόρτου υποθέσεων αναμένεται να προκαλέσει και η κυοφορούμενη ρύθμιση περί εκδόσεως συναινετικών διαζυγίων ενώπιον συμβολαιογράφου. 

Οι πιο εύγλωττες διαχρονικές συγκρίσεις στατιστικών δεδομένων που μαρτυρούν την επιτευχθείσα εντωμεταξύ μείωση του φόρτου υποθέσεων στα διοικητικά δικαστήρια και την επιτάχυνση της διοικητικής δίκης είναι οι ακόλουθες:

Η σωρευτική επίδραση των μέτρων που ελήφθησαν κυρίως μετά το 2008 για την επιτάχυνση της διοικητικής δίκης επέφεραν μέσα στην πενταετία 2010- 2015 μείωση των νεοεισερχόμενων υποθέσεων, που αγγίζει το 50%. Παράλληλα, οι εκκρεμείς υποθέσεις μειώθηκαν μεταξύ 2013 και 2015 κατά 150.000 (ενώ και μετέπειτα συνεχίσθηκε η μείωση αυτή με πιο ήπιο ρυθμό: οι εκκρεμείς στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υποθέσεις ανέρχονταν σε 306.000 περίπου στις 31.12.2015 και στις 280.000 περίπου στις 31.12.2016). Άλλωστε, ενόψει της εξέλιξης αυτής το 2015 βγήκαμε από την επιτήρηση της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης[10]. Παράλληλα, και αυτό είναι το πιο εντυπωσιακό, ο αναγκαίος χρόνος εκδίκασης σε πρώτο βαθμό των διοικητικών υποθέσεων από τις 2000 μέρες που ανερχόταν το έτος 2010, μειώθηκε κατά ποσοστό μεγαλύτερο του 50% το έτος 2015, συρρικνούμενος πλέον σε λιγότερες από 1.000 μέρες[11] (βλ. και πιο πάνω, υπό 1.2, γ2).

Oι ελληνικές επιδόσεις υπολείπονται σαφώς του ενωσιακού μέσου όρου.

Τα εντυπωσιακά αυτά αποτελέσματα επιτεύχθηκαν με μέτρα που λήφθηκαν υπό την πίεση αρχικά του Συμβουλίου της Ευρώπης, καθώς και για την εκπλήρωση συγκεκριμένων μνημονιακών δεσμεύσεων ή ενίοτε για λόγους δημοσιονομικής σκοπιμότητας (εισπρακτικούς)[12] και πρόκειται για νομοθετήματα που επέφεραν την επιτάχυνση κυρίως με δύο τρόπους:

  • αφενός περιορίζοντας τον αριθμό των εισερχόμενων υποθέσεων με μια σειρά διαδικαστικών εμποδίων, αντικινήτρων και αυξήσεως κόστους, χωρίς πάντως να επεμβαίνουν στις αιτίες γένεσης των διαφορών, μειώνοντας τον αριθμό τους, (για το λόγο αυτό, άλλωστε, επικρίνονται από τμήμα της θεωρίας ότι βρίσκονται σε μια σχέση έντασης με το κατοχυρωμένο στο άρθρο 20 Σ δικαίωμα κάθε πολίτη στην παροχή πλήρους και αποτελεσματικής έννομης προστασίας)[13] και
  • αφετέρου μέσω μιας λογικής διεκπεραίωσης στο εσωτερικό της διοικητικής δικαιοσύνης (κυρίως με πρόβλεψη μονομελών συνθέσεων, μείωση προφορικότητας διαδικασίας, καθιέρωση συνοπτικών διαδικασιών, εισαγωγή φίλτρων στην άσκηση ένδικων μέσων, περιορισμό της υποχρέωσης αιτιολόγησης των αποφάσεων[14]), αφού τα περισσότερα μέτρα που αποσκοπούν στην επιτάχυνση εκδίκασης των υποθέσεων που έχουν ήδη εισρεύσει στο σύστημα ήταν δικονομικού και όχι οργανωτικού ή δομικού χαρακτήρα, από τα οποία έχει ιδιαίτερη ανάγκη η χώρα μας.
  1. Όψεις ποιότητας της δικαστικού μας συστήματος

Η ικανοποιητική λειτουργία των συστημάτων απονομής δικαιοσύνης προϋποθέτει αποφάσεις που να είναι όχι μόνον έγκαιρες αλλά και υψηλής ποιότητας. Η ποιότητα ενισχύει την εμπιστοσύνη των πολιτών και των επιχειρήσεων στο σύστημα δικαιοσύνης. Παρότι δεν έχει συμφωνηθεί ενιαίος τρόπος μέτρησης της ποιότητας των συστημάτων απονομής δικαιοσύνης, ο πίνακας αποτελεσμάτων της ΕΕ στον τομέα της δικαιοσύνης επικεντρώνεται σε ορισμένους παράγοντες οι οποίοι είναι γενικά αποδεκτοί ως σημαντικοί για τη βελτίωση της ποιότητας της δικαιοσύνης. Οι παράγοντες αυτοί ομαδοποιούνται σε τέσσερις κατηγορίες:

- προσβασιμότητα πολιτών και επιχειρήσεων στη δικαιοσύνη

- επάρκεια υλικών και ανθρώπινων πόρων

- θέσπιση εργαλείων αξιολόγησης και

- χρήση προτύπων ποιότητας.

Το γενικό συμπέρασμα που συνάγεται από την επισκόπηση των σχετικών διαγραμμάτων που περιέχονται τον «Πίνακα αποτελεσμάτων της ΕΕ» είναι ότι οι ελληνικές επιδόσεις, με εξαίρεση εκείνες της υποχρεωτικής κατάρτισης των δικαστών, υπολείπονται σαφώς του ενωσιακού μέσου όρου. Ειδικότερα:

  • α) Διαθεσιμότητα πληροφοριών στο διαδίκτυο σχετικά με το δικαστικό σύστημα για το ευρύ κοινό (λαμβάνονται πληροφορίες για τη νομική συνδρομή, για την ανάλυση των εξόδων της διαδικασίας, για τις αρμοδιότητες των δικαστηρίων, για την κίνηση της διαδικασίας καθώς και στοχευμένες πληροφορίες για στοχευμένες ομάδες): η Ελλάδα καταλαμβάνει την 23η θέση ανάμεσα στα 28 κράτη μέλη της ΕΕ (βάσει στοιχείων συλλεγέντων το έτος 2016).
  • β) Προώθηση μεθόδων εναλλακτικής επίλυσης διαφορών (ΕΕΔ) και παροχή κινήτρων για τη χρήση τους: η Ελλάδα, με βάση στοιχεία έτους 2016, καταλαμβάνει την 20η θέση ανάμεσα στα 28 κράτη μέλη της ΕΕ.
  • γ) Αριθμός των καταγγελιών που υποβλήθηκαν μέσω της ευρωπαϊκής πλατφόρμας ηλεκτρονικής επίλυσης (καταναλωτικών) διαφορών (ΗΕΔ) βάσει δεδομένων της 24/3/2017: η Ελλάδα κατέχει την 22η θέση. Αυτό το πολύγλωσσο διαδικτυακό εργαλείο είναι διαθέσιμο στο κοινό από τις 15 Φεβρουαρίου 2016: Καταναλωτές και έμποροι μεταξύ των οποίων ανακύπτει συμβατική διαφορά σχετικά με προϊόν ή υπηρεσία που αγοράστηκε μέσω διαδικτύου και οι οποίοι επιθυμούν να επιλύσουν τη διαφορά τους εξωδικαστικά μπορούν να υποβάλουν μέσω διαδικτύου τη συμβατική διαφορά τους στην πλατφόρμα.
  • δ) Συνολικές δαπάνες γενικής κυβέρνησης για δικαστήρια (σε ευρώ ανά κάτοικο) (πηγή: Eurostat): η Ελλάς κατέλαβε το έτος 2015 την 20η θέση
  • ε) Συνολικές δαπάνες γενικής κυβέρνησης για δικαστήρια ως ποσοστό επί του ΑΕΠ (πηγή: Eurostat): η Ελλάδα το έτος 2015 στη 15η θέση
  • στ) Αριθμός δικαστών ανά 100 000 κατοίκους: η Ελλάδα βρίσκεται, με βάση στοιχεία έτους 2015, στη 13η θέση ανάμεσα στα 28 κράτη-μέλη. 
    Αριθμός δικηγόρων (πηγή: μελέτη CEPEJ): το έτος 2015 η Ελλάδα κατείχε την 3η θέση (πίσω από Λουξεμβουργο και Ιταλία): 380 δικηγόροι ανά 100.000 κατοίκους. 
    Υποχρεωτική κατάρτιση δικαστών: με βάση στοιχεία έτους 2015, η Ελλάδα στην 3η θέση κατάταξης ανάμεσα στα κράτη μέλη. 
    Δικαστές που συμμετέχουν σε δραστηριότητες συνεχούς κατάρτισης σχετικά με το δίκαιο της ΕΕ ή το δίκαιο άλλου κράτους μέλους: η Ελλάδα, βάσει στοιχείων έτους 2016, κατέχει την 24η θέση. 
    Διαθεσιμότητα ΤΠΕ (τεχνολογιών πληροφορίας και επικοινωνιών) για τη διαχείριση υποθέσεων και στατιστικά στοιχεία για τη δραστηριότητα των δικαστηρίων: η Ελλάδα κατέχει τη 18η θέση. 
    Χρήση ΤΠΕ μεταξύ δικαστηρίων και δικηγόρων [πηγή: έρευνα της Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Δικηγορικών Συλλόγων CCBE (Council of Bars and Law Societies of Europe:CCBE)]: στη 19η θέση η Ελλάδα εντός ΕΕ. 
    Πρόσβαση για το ευρύ κοινό σε δημοσιευμένες αποφάσεις στο διαδίκτυο: η Ελλάδα στην 26 (!) θέση ανάμεσα στα κράτη μέλη της ΕΕ. Διαθέσιμα συστήματα παρακολούθησης και αξιολόγησης των δραστηριοτήτων των δικαστηρίων: στη 19η θέση η Ελλάδα ανάμεσα στα κράτη-μέλη. 
    Διαθεσιμότητα ηλεκτρονικών μέσων στα δικαστήρια η Ελλάδα στην 23η θέση στην Ένωση. 
  1. Ανεξαρτησία δικαιοσύνης

Η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, που κατοχυρώνεται τόσο συνταγματικά (αρ. 26, 87 επ. Σ) όσο και από το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (άρθρο 48 παρ. 2) διασφαλίζει την αμεροληψία, την προβλεψιμότητα και την ασφάλεια του δικαιοδοτικού συστήματος και, ως εκ τούτου, είναι και αυτή αναπόσπαστο δομικό στοιχείο ενός ελκυστικού επενδυτικού περιβάλλοντος. Επειδή, μάλιστα, όπως προαναφέραμε (π.π. υπό ΙΙ), οι επενδύσεις προϋποθέτουν εμπιστοσύνη, η οποία εξ ορισμού έχει υποκειμενική διάσταση, εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι σημασία για την προσέλκυση επενδύσεων δεν έχει μόνο η ύπαρξη αντικειμενικών προϋποθέσεων καθεαυτές που ευνοούν την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, αλλά και η ίδια η αντίληψη που έχει η κοινωνία και η επιχειρηματική κοινότητα, ειδικότερα, σχετικά με το εάν είναι επαρκώς ανεξάρτητη η δικαιοσύνη. Αυτός είναι και ο λόγος που ο «πίνακας αποτελεσμάτων της ΕΕ» μετρά στα διάφορα διαγράμματά του και τα δύο αυτά μεγέθη: όχι μόνο τις διάφορες αντικειμενικές παραμέτρους των συστημάτων απονομής δικαιοσύνης που ευνοούν ή ενδέχεται να θέτουν σε διακινδύνευση την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης («διαρθρωτική ανεξαρτησία») αλλά και την αντίληψη (perception) του κοινού γενικώς και των επιχειρηματικών φορέων, ειδικότερα, περί της ανεξαρτησίας του συστήματος δικαιοσύνης. Αναφέρουμε ενδεικτικά κάποιες μετρήσεις που περιέχονται στον πίνακα αποτελεσμάτων και αφορούν τo ελληνικό δικαιοδοτικό σύστημα:

Α. Αντίληψη περί ανεξαρτησίας

α) Αντίληψη του κοινού περί της ανεξαρτησίας των δικαστηρίων και των δικαστών (πηγή: Ευρωβαρόμετρο)

Η εικόνα της χώρας μας εμφανίζεται ελαφρώς βελτιωμένη έναντι του προηγούμενου έτους (2016). Οι θετικές γνώμες του κοινού, συγκεκριμένα, που αντιστοιχούν σε απαντήσεις που αξιολόγησαν την ανεξαρτησία του συστήματος δικαιοσύνης ως «αρκετά καλή» ή ως «πολύ καλή», ξεπερνούν ελαφρώς το 50%, ενώ το προηγούμενο έτος οι θετικές αυτές γνώμες υποσκέλιζαν ελαφρώς το όριο του 50%. Η χώρα μας καταλαμβάνει έτσι για το 2017 τη 14η θέση κατάταξης ανάμεσα στα κράτη μέλη της ΕΕ. Πιο συγκεκριμένα, η κατάταξή της εμφανίζεται καλύτερη σε σχέση με τις χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού (Ανατολικής Ευρώπης), την Ιταλία και την Ισπανία.

Κύριοι λόγοι που επικαλείται το κοινό για την εκλαμβανόμενη έλλειψη ανεξαρτησίας είναι κατά σειρά οι εξής:

  • παρεμβάσεις ή πιέσεις από οικονομικά ή άλλα ειδικά συμφέροντα,
  • παρεμβάσεις ή πιέσεις από την κυβέρνηση ή πολιτικούς,
  • θεσμικά αίτια: το καθεστώς και η θέση των δικαστών δεν εγγυώνται επαρκώς την ανεξαρτησία τους.

 β) Αντίληψη των εταιρειών περί της ανεξαρτησίας των δικαστηρίων και των δικαστών 2017 (πηγή Ευρωβαρόμετρο)

Σύμφωνα και με αυτή την έρευνα, ελαφρως βελτιωμένη έναντι 2016 εμφανίζεται η κατάταξη της χώρας μας, η οποία καταλαμβάνει τη 13η θέση στην ΕΕ με λίγο πάνω από 50% θετικές γνώμες. Κύριοι λόγοι που επικαλούνται οι εταιρείες για την εκλαμβανόμενη έλλειψη ανεξαρτησίας: εδώ επικρατεί ως αναφερόμενη αιτία η «πίεση από πολιτικούς και κυβέρνηση», την οποία ασπάζεται το 40% περίπου των ερωτηθέντων.

 γ) Θα πρέπει βέβαια να επισημανθεί ότι με βάση έρευνα του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ,[15] η αντίληψη των επιχειρήσεων περί της ανεξαρτησίας του συστήματος δικαιοσύνης εμφανίζεται περισσότερο αρνητική σε σχέση με τα προηγούμενα διαγράμματα, αφού η Ελλάς καταλαμβάνει την 20η θέση κατάταξής στο πλαίσιο των κρατών μελων της ΕΕ και οι θετικές γνώμες των ερωτηθέντων δεν ξεπερνούν το 40% (κι εδώ, βέβαια, η εικόνα αργά αλλά σταθερά βελτιούμενη, ιδίως από το 2013 και μετά).

Β. Όψεις διαρθρωτικής ανεξαρτησίας

Η σύσταση του Συμβουλίου της Ευρώπης του 2010 σχετικά με τους δικαστές: ανεξαρτησία, αποτελεσματικότητα και αρμοδιότητες (εφεξής «η σύσταση») ορίζει πρότυπα που έχουν καταρτιστεί για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας [16].

Στο ίδιο πνεύμα και ο «Πίνακας αποτελεσμάτων της ΕΕ στον τομέα της δικαιοσύνης 2017» επικεντρώνεται σε ορισμένες από τις κύριες πτυχές του καθεστώτος των δικαστών, όπως τον διορισμό των δικαστών (διαγράμματα 56 και 57) και, ειδικότερα, τα όργανα και τις αρχές που προτείνουν δικαστές για τον πρώτο διορισμό τους σε πρωτοβάθμια δικαστήρια, καθώς και τις αρχές που τους διορίζουν και εάν αυτές διαθέτουν και σε ποιο βαθμό διακριτική ευχέρεια[17], ενώ απεικονίζεται επίσης αν η πρόσληψη των δικαστών πραγματοποιείται μέσω ειδικών εξετάσεων ή διαγωνισμού για δικαστές ή μέσω δημοσίευσης κενής θέσης χωρίς ειδικές εξετάσεις. Στο τομέα αυτό η χώρα μας δεν εμφανίζει προβλήματα.

Ο πίνακας αποτελεσμάτων περιέχει επίσης στοιχεία αναφορικά με την αξιολόγηση των δικαστών (διάγραμμα 58), τη μετάθεση των δικαστών χωρίς τη συγκατάθεσή τους (διάγραμμα 59) και την απόλυση των δικαστών (διάγραμμα 60). Όπως, όμως, ξεκαθαρίζει στην από 10.4.2017 οικεία Ανακοίνωσή της η Επιτροπή, τα διαγράμματα που παρουσιάζονται στον πίνακα αποτελεσμάτων δεν παρέχουν αξιολόγηση ούτε παρουσιάζουν ποσοτικά δεδομένα όσον αφορά την αποτελεσματικότητα των εγγυήσεων. Δεν προορίζονται να αποτυπώσουν την πολυπλοκότητα και τις λεπτομέρειες των εγγυήσεων. Η ύπαρξη περισσότερων εγγυήσεων δεν διασφαλίζει, αυτή καθαυτή, την ορθή λειτουργία (αποτελεσματικότητα εν ευρεία εννοία) του συστήματος απονομής δικαιοσύνης. Επισημαίνεται, τέλος, προσφυώς ότι η εφαρμογή πολιτικών και πρακτικών για την προώθηση της ακεραιότητας και την καταπολέμηση της διαφθοράς εντός του δικαστικού σώματος είναι επίσης ουσιώδης για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας των συστημάτων δικαιοσύνης.

V. Προτάσεις για τη βελτίωση του συστήματος απονομής δικαιοσύνης. 

1. Επιτάχυνση της δικαιοσύνης

1.1. Γενικές κατευθύνσεις

Η αργοπορία στην εκδίκαση των υποθέσεων έχει πολλά αίτια, εξωγενή και ενδογενή και αντίστοιχη ποικιλία εμφανίζουν και τα μέτρα που μπορεί να ληφθούν για την αντιμετώπισή της. Προκειμένου να επιτευχθεί η ποθούμενη επιτάχυνση της έκδοσης αποφάσεων, ώστε να εμπεδωθεί η εμπιστοσύνη του κοινού και των επιχειρηματιών στην αποτελεσματική λειτουργία του κράτους δικαίου και να ενισχυθεί η ελκυστικότητα της χώρας μας ως τόπου προορισμού επενδύσεων, η πολιτεία πρέπει να κινηθεί προς τρεις κατευθύνσεις και ειδικότερα:

  • α) Να απενεργοποιήσει ή να ελέγξει, έστω, εξωγενείς παράγοντες που συμβάλλουν στη γένεση υπερβολικά μεγάλου αριθμού διαφορών (δικών), όπως
  • τη δικομανή νοοτροπία του κοινωνίας, η ύπαρξη της οποίας δεν εξηγείται μονοσήμαντα με αναφορά σε μια δυσάρεστη παράδοση αλλά ευνοείται σίγουρα και από τον ακραίο υπερπληθυσμό των δικηγόρων,
  • την πολυνομία και κακή ποιότητα της νομοθεσίας (ασάφεια, αποσπασματικότητα-έλλειψη συστηματικότητας, μεταβλητότητα) καθώς και την ελλιπή κωδικοποίησή της,
  • την άμετρη προσφυγή του δημοσίου και των ΝΠΔΔ, κυρίως λόγω ευθυνοφοβίας των αρμοδίων, στη χρήση ενδίκων μέσων
  • τη μη έγκαιρη εναρμόνιση της νομοθεσίας με αποφάσεις των ανωτάτων δικαστηρίων και ιδίως όσων είναι καταδικαστικές για την ίδια
  • τη μη υιοθέτηση εκ μέρους της Διοίκησης διεθνώς αναγνωρισμένων βέλτιστων πρακτικών στις σχέσεις της με τους διοικουμένους
  • β) Να ενισχύσει τους εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης των διαφορών, συμβάλλοντας έτσι στην, κατά το δυνατόν, δραστική μείωση των εισροών στο δικαστικό σύστημα (βλ. π.κ. 1.2., υπό Α)
  • γ) Να λάβει μέτρα που θα στοχεύουν στην ταχύτερη εκδίκαση των υποθέσεων που εισήχθησαν στο δικαστικό σύστημα. Τα μέτρα αυτά δεν πρέπει πλέον να είναι μόνο ή προεχόντως δικονομικού/διαδικαστικού και/ή δημοσιονομικού χαρακτήρα, όπως σε μεγάλο βαθμό συνέβη μετά το 2008 υπό την αφόρητη μεν εύλογη δε πίεση της νομολογίας του ΕΔΔΑ και των μνημονιακών μας υποχρεώσεων. Και τούτο, γιατί οι σχετικές δυνατότητες δικονομικών παρεμβάσεων φαίνεται να έχουν έχουν φθάσει στα όριά τους τόσο από άποψη αποτελεσματικότητας όσο και συνταγματικής ανοχής, αφού αυτές συχνά αποδυναμώνουν κατ’ αποτέλεσμα εγγυήσεις ποιότητας του δικαιοδοτικού έργου ή δημιουργούν μια προβληματική σχέση έντασης με το δικαίωμα κάθε πολίτη ανεξαιρέτως για παροχή (ποιοτικής και αποτελεσματικής) έννομης προστασίας. Εφεξής, λοιπόν, πέρα από τις όποιες δικονομικής φύσεως μεταρρυθμίσεις, το βάρος πρέπει να πέσει σε μέτρα οργανωτικής και διαρθρωτικής/δομικής φύσης, που θα είναι πρόσφορα να αυξήσουν την αποδοτικότητα των δικαστηρίων, ώστε να έχουμε σε δεδομένο χρόνο, κατά το δυνατόν, περισσότερες εκροές από το δικαστικό σύστημα (βλ. π.κ. 1.2., υπό Β).

Με τους προαναφερθέντες εξωγενείς παράγοντες που προκαλούν συμφόρηση των δικαστηρίων με δυσανάλογα μεγάλο όγκο υποθέσεων (π.π. υπό α), η αντιμετώπιση των οποίων προϋποθέτει πολυεπίπεδες δράσεις μακροπρόθεσμης απόδοσης, δεν θα ασχοληθούμε περαιτέρω στο πλαίσιο της παρούσας εισήγησης.

1.2. Ειδικότερες προτάσεις

Στο πλαίσιο των ως άνω γενικών κατευθύνσεων (υπό 1.1.), θα καταγράψουμε ενδεικτικά συγκεκριμένες προτάσεις βελτίωσης της αποτελεσματικότητας της δικαιοσύνης, ιδίως στον τομέα της επιτάχυνσης έκδοσης αποφάσεων. Προτάσεις μεταρρυθμιστικές, που είναι «χαμηλού προφίλ»: που μπορούν, δηλαδή, να υλοποιηθούν σε μεγάλο βαθμό χωρίς (υπέρογκο) κόστος δημοσιονομικό και χωρίς συνταγματική αναθεώρηση.

Α. Μείωση της δικαστικής ύλης (μείωση εισροών στο δικαστικό σύστημα)

α) Στο πλαίσιο της πολιτικής δικαιοσύνης: αναγκαίο προστάδιο η διαδικασία εναλλακτικής επίλυσης; 

Αξίζει να εξετάσουμε μήπως, αξιοποιώντας την απολύτως συγκρίσιμη ιταλική εμπειρία, πρέπει να καθιερώσουμε, πιλοτικά τουλάχιστον για κάποιες κατηγορίες υποθέσεων, ως υποχρεωτική την προσφυγή σε κάποια διαδικασία εναλλακτικής επίλυσης της διαφοράς, και πιο συγκεκριμένα σε εκείνη τη διαδικασία που θα επιλέγει ο (δυνητικός) διάδικος που θα αναλάβει πρώτος τη σχετική πρωτοβουλία: δηλ. είτε στη διαδικασία της εξώδικης διαμεσολάβησης είτε στη διαδικασία της δικαστικής μεσολάβησης (214Β ΚΠολΔ). Σύμφωνα με μελέτη που χρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ο χρόνος που χάνεται λόγω της μη προσφυγής σε διαμεσολάβηση υπολογίζεται σε 331 έως 446 επιπρόσθετες ημέρες κατά μέσο όρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι δε επιπλέον νομικές δαπάνες κυμαίνονται από 12.471 ευρώ έως 13.738 ευρώ ανά υπόθεση[18] 

Το γιατί είναι συγκρίσιμη και, ως εκ τούτου, αξιοποίησιμη, επί της αρχής τουλάχιστον, η ιταλική εμπειρία, προκύπτει εάν στρέψουμε το βλέμμα μας στα αίτια που οδήγησαν τον ιταλό νομοθέτη να εκδηλώσει τη ρηξικέλευθη πρωτοβουλία του. Αίτια, που σε γενικές γραμμές, ισχύουν και στην ελληνική πραγματικότητα. Πιο συγκεκριμένα:

Με το Διάταγμα 28 της 4ης Μαρτίου 2010, προβλέφθηκε στην Ιταλία ως υποχρεωτική η προσφυγή στη διαδικασία εξώδικης διαμεσολάβησης πριν οι (δυνητικοί) διάδικοι προσφύγουν στην τακτική δικαιοσύνη. Κι αυτό, μεταξύ των άλλων, σε υποθέσεις: εμπραγμάτου δικαίου, δανείων, ιατρικών σφαλμάτων, τροχαίων και ναυτικών ατυχήματων. Ο λόγος: Από το 1991-2010 (οπότε ήταν εθελοντική η προσφυγή στη διαδικασία) η ανταπόκριση στο θεσμό είχε αποδειχθεί ιδιαιτέρως πενιχρή. Και τούτο, τη στιγμή που η συμφόρηση των ιταλικών πολιτικών δικαστηρίων έφθανε στο απροχώρητο, αφού η μέση διάρκεια εκκρεμοδικίας (μέχρι την τελεσιδικία) ανερχόταν στα δέκα έτη. Μάλιστα, ποσοστό μόλις 44% των υποθέσεων, οδηγούνταν τελικά σε τελεσίδικη δικαστική απόφαση, ενώ στις υπόλοιπες οι διάδικοι απηυδισμένοι από την μακροχρόνια ταλαιπωρία είτε εγκατέλειπαν το δικαστικό αγώνα είτε συμβιβάζονταν λόγω κόπωσης. Είχε, πάντως, καταγραφεί ότι σε εκείνες τις λίγες περιπτώσεις (ποσοστό μόλις 0,1% των υποθέσεων) που ακολουθούνταν εθελοντικά η διαδικασία της εξώδικης διαμεσολάβησης, το ποσοστό (επιτυχούς) επίλυσής τους ανερχόταν στο πολύ υψηλό ποσοστό του 80%. Εξάλλου, τα όποια προβλήματα συνταγματικότητας τέθηκαν στη γειτονική χώρα αναφορικά με τις εν λόγω ρυθμίσεις τελικά ξεπεράστηκαν, ενώ από την άλλη και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αξιολόγησε και αυτό ως υπό προϋποθέσεις συμβατές με το ενωσιακό δίκαιο παρόμοιες πρωτοβουλίες του εθνικού νομοθέτη, οι οποίες αναγορεύουν ένα στάδιο εναλλακτικής επίλυσης διαφορών ως αναγκαία προϋπόθεση για το παραδεκτό της δικαστικής προσφυγής[19].

β) Στο πλαίσιο της ποινικής δικαιοσύνης

Το σκοπούμενο αποτέλεσμα της μείωσης των εισροών στο σύστημα ή, έστω, της μη υπαγωγής ορισμένων υποθέσεων στο σύνηθες χρονοβόρο καθεστώς εκδίκασής τους, ώστε να μπορεί να καταστεί ρεαλιστικός ο στόχος της δραστικής συντόμευσης του χρόνου έκδοσης αποφάσεων, θα μπορούσε να επιτευχθεί με τη συνδυαστική εφαρμογή σειράς μέτρων, όπως:

  • Αποποινικοποίηση αδικημάτων ήσσονος σημασίας (όπως είναι τα πολεοδομικά, τα ασφαλιστικά, τα φορολογικά κ.λπ.) και μετατροπή τους σε διοικητικές παραβάσεις (με επιβολή αναλογικών διοικητικών κυρώσεων, π.χ. προστίμων), ώστε να αποφεύγεται ο αχρείαστος ηθικός στιγματισμός των πολιτών. Αυτό γίνεται κατανοητό αν αναλογιστούμε ότι στις εδώ συζητούμενες περιπτώσεις σχεδόν πάντα επιβάλλονται από τα ποινικά δικαστήρια ποινές μετατρέψιμες σε χρήμα, οπότε τελικά μόνο οι άποροι πολίτες κινδυνεύουν στην πράξη να στερηθούν την ελευθερία τους ενώ οι έχοντες μια στοιχειώδη περιουσία το «επιτίμιο» που καλούνται να πληρώσουν συνίσταται σε κάθε περίπτωση στην καταβολή χρημάτων, όπως ακριβώς και στην περίπτωση της επιβολής διοικητικών προστίμων.
  • Να αναμορφωθεί και να ενισχυθεί ο θεσμός της ποινικής συνδιαλλαγής, ο οποίος ως τώρα από το 2010 που καθιερώθηκε μηδαμινή ανταπόκριση βρήκε στην πράξη. Για πολλές τεχνικές πτυχές του οικείου θεσμού διατυπώνεται στην χώρα μας αλλά και διεθνώς πληθώρα απόψεων και διαφωνιών. Ανεξαρτήτως του τρόπου επίλυσης που προτείνεται, κάθε φορά, για τα αμφισβητούμενα αυτά (τεχνικά) θέματα, πάντως, σκόπιμο είναι να συμφωνήσουμε σε δύο πράγματα, μέσα από μια πραγματιστική ανάλυση κόστους/ωφέλειας: ότι πρέπει πρώτον, να επεκταθεί δραστικά το πεδίο εφαρμογής του θεσμού και σε άλλα εγκλήματα, πέρα από αυτά που σήμερα περιλαμβάνονται στο άρθρο 308 Β του Ποινικού Κώδικα (υπεξαίρεση, απάτη ή απάτη με υπολογιστή, απιστία, τοκογλυφία εφόσον δεν στρέφονται κατά του Δημοσίου, ΝΠΔΔ ή ΟΤΑ) και δεύτερον, η ρύθμιση –προκειμένου αφενός να τύχει ευρείας εφαρμογής και αφετέρου να αποδώσει τα αναμενόμενα αναφορικά με την επιτάχυνση της ποινικής δικαιοδοσίας- θα πρέπει να είναι δελεαστική για τον κατηγορούμενο και να μην είναι δυνατή η τυχόν χρονοβόρα παράταση της δικαστικής εκκρεμότητας μετά τη σύνταξη του πρακτικού συνδιαλλαγής.
  • Aκόμη κάτι πρακτικό, που δεν χρειάζεται καν νομοθετική μεταβολή: Εξάντληση κάθε περιθωρίου ώστε να μην αναβάλλονται οι δίκες λόγω «πέρατος ωραρίου». Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με παράταση ωραρίου και/είτε με συνέχιση εκδικάσεως υποθέσεων την επομένη, ύστερα από συνεννόηση με τους δικηγορικούς συλλόγους. Οι τελευταίοι αντιδρούν, βέβαια, σήμερα σε κάτι τέτοιο. Οι αντιδράσεις τους αυτές, όμως, θα μπορούσαν ίσως να καμφθούν εάν διασφαλιζόταν ότι σε περίπτωση πολυήμερης εκδικάσεως των υποθέσεων του πινακίου, κάθε δικηγόρος θα γνωρίζει εγκαίρως σε ποια μέρα θα εκδικασθεί η δική του υπόθεση (έγκαιρος διαχωρισμός και χρονοθέτηση των υποθέσεων του πινακίου).

γ) Διοικητικές διαφορές: ενεργοποίηση αποτελεσματικών μηχανισμών της διοίκησης προς επίλυση διοικητικών διαφορών

Τα πρόσφατα θετικά αποτελέσματα από τη λειτουργία της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ), μιας αποκεντρωμένης υπηρεσίας, υπαγόμενης απευθείας στον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ.)[20], ενώπιον της οποίας οι φορολογούμενοι είναι υποχρεωμένοι να ασκήσουν ενδικοφανή προσφυγή κατά πράξεων της φορολογικής διοίκησης πριν προσφύγουν στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, είναι ιδιαιτέρως εύγλωττα προς την εξής κατεύθυνση: ότι πέρα ενδεχομένως από τους τρόπους εναλλακτικής επίλυσης διαφορών (διαμεσολάβηση, δικαστική μεσολάβηση, διαιτησία), στην αποφόρτιση των δικαστηρίων μπορεί να συμβάλει ουσιωδώς και η επίλυση υποθέσεων σε επίπεδο διοίκησης. Αρκεί, βέβαια, το στάδιο των ενδικοφανών διαδικασιών να χαρακτηρίζεται από εγγυήσεις διαφάνειας και ποιότητας, μεταξύ των οποίων είναι και το να επιλαμβάνονται της εξέτασης των προσβαλλόμενων πράξεων, κατά το δυνατόν, υπηρεσίες/επιτροπές διαφορετικές από τις εμπλεκόμενες και στελεχωμένες με επαρκές και εξειδικευμένο προσωπικό. Αξίζει, ειδικότερα, να επισημανθεί ότι μόνο κατά του 49,4% των αποφάσεων της ΔΕΔ που εξεδόθησαν το έτος 2016 επί ενδικοφανών προσφυγών κατά πράξεων της φορολογικής διοίκησης ασκήθηκε προσφυγή στα διοικητικά δικαστήρια. Για το πρώτο ήμισυ του τρέχοντος έτους 2017, μάλιστα, το ποσοστό αυτό άσκησης δικαστικής προσφυγής μειώθηκε έτι περαιτέρω στο ποσοστό 44,68%, όπως πληροφορούμαστε από την ιστοσελίδα της ΑΑΔΕ.

Β. Αύξηση των εκροών των δικαστηρίων και, ιδίως, των διοικητικών

     Συνιστάται η λήψη μιας σειράς από μέτρα και, συγκεκριμένα:

  • Χωροταξική ανακατανομή των δικαστηρίων: είναι απαραίτητη η συνένωση ή κατάργηση μικρών επαρχιακών ειρηνοδικείων και πρωτοδικείων στην κατεύθυνση του εξορθολογισμού (και ενάντια σε τοπικισμούς και πελατειακή λογική). Η λεγόμενη επανεξέταση των δικαστικών χαρτών στο χώρο της διοικητικής δικαιοσύνης, άλλωστε, αποτελεί προϋπόθεση και για τη μεταφορά του τεκμηρίου αρμοδιότητας στα πρωτοβάθμια τακτικά διοικητικά δικαστήρια[21]. Ακόμη και τα δικαστικά κτήρια είναι εξαιρετικά μεγάλα στην πρωτεύουσα (το ΔιοικΠρωτΑθ προορίζεται για τις ανάγκες 211 οργανικών θέσεων δικαστών και 294 δικαστικών υπαλλήλων), συχνά ιδιαίτερα αποδυναμωμένα στην περιφέρεια (όπου υπάρχουν ακόμη και μονοτμηματικά διοικητικά δικαστήρια). Και τούτο, τη στιγμή που σύμφωνα με τις από 06.12.2013 κατευθυντήριες οδηγίες για δημιουργία δικαστικών χαρτών της CEPEJ (Eυρωπαϊκής Επιτροπής για την Αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης) ως βασικό επίπεδο προδιαγραφών δικαστικών κτηρίων συνιστώνται χώροι ικανοί να στεγάσουν 15-80 δικαστές, κάτι που θεωρείται χρήσιμο για την ένταξη των νέων, ιδίως, δικαστών σε οργανωμένο περιβάλλον, ώστε αυτοί να έχουν την ευκαιρία αφενός για επικοινωνία και συνεργασία με εμπειρότερους δικαστές και αφετέρου για εξειδίκευση.
  • Να μειωθούν οι μεταβατικές έδρες δικαστηρίων. Όπου αυτές διατηρηθούν, η διαδικασία να μπορεί να προχωρεί μέσω διαδικτύου (τηλεοπτική δίκη ή δίκη με τηλεδιάσκεψη, καθώς και εξέταση μαρτύρων, όπου διενεργείται, εξ αποστάσεως). Με τον τρόπο αυτό, αφενός θα εξοικονομείται χρόνος και έξοδα, αφού οι δικαστές του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, για παράδειγμα, δεν θα χρειάζεται 6 φορές το χρόνο να μεταβαίνουν στις μεταβατικές έδρες της Μυτιλήνης (2 φορές), Ρόδου (2 φορές) και Σύρου (2 φορές), προκειμένου να μετέχουν των οικείων συνθέσεων, ενώ αφετέρου και οι κάτοικοι των σημερινών μεταβατικών εδρών (των ως άνω νησιών στο παράδειγμά μας) θα εξυπηρετούνται καλύτερα, αφού οι τηλεοπτικές δίκες θα μπορούν να λαμβάνουν χώρα πολύ πιο συχνά από 2 φορές το χρόνο για την εκδίκαση των τοπικών υποθέσεων.
  • Πλήρης αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών (ΤΠΕ), ώστε να γίνει μηχανογράφηση όλων των υπηρεσιών όλων των δικαστηρίων και να προχωρήσει η ηλεκτρονική δίκη (ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφων μέχρι ηλεκτρονική έκδοση και επίδοση των αποφάσεων). Γιατί, όσο και αν ακούγεται παράξενο, δεν είναι σπάνιο να αργεί για πάνω από ένα εξάμηνο η επίδοση αποφάσεων διοικητικών δικαστηρίων γιατί απλούστατα δεν υφίσταται ικανός αριθμός δικαστικών υπαλλήλων!
  • Ανακαθορισμός ευρύτερων δικαστικών περιφερειών, προκειμένου να μπορεί να αξιοποιηθεί ευχερέστερα ο θεσμός της κινητικότητας δικαστών και/ή δικαστικών υπαλλήλων, όπου αυτό απαιτούν οι ανάγκες.
  • Βελτίωση της διοίκησης στα δικαστήρια με αξιοποίηση αρχών του σύγχρονου management, ενίσχυση του ρόλου των δικαστών που ασκούν διοικητικά καθήκοντα αναφορικά με τη διαχείριση του φόρτου εργασίας, όπως συνιστούν διεθνείς φορείς[22], θέση στόχων που συναρτώνται με την αποτελεσματικότητα (ατόμων και υπηρεσιακών συνόλων) και, βέβαια, αξιολόγηση των σχετικών επιδόσεων, συνοδευόμενη από κίνητρα επιβράβευσης της ταχύτητας και αποδοτικότητας και αντίστοιχα αντικίνητρα επί ανεπίτρεπτων καθυστερήσεων, υιοθέτηση ευέλικτου συστήματος διαχείρισης υποθέσεων (case flow management)
  • Ενίσχυση του αριθμού των δικαστικών υπαλλήλων με πρόσληψη προσωπικού υψηλών προσόντων και εξειδίκευσης. Ενώ τα δικαστήριά μας, συγκεκριμένα, δεν χρειάζονται περισσότερους δικαστές, όπως άλλωστε μαρτυρούν και τα προαναφερθέντα συγκριτικά στοιχεία (βλ. π.π. IV, 2 υπό στ), απεναντίας η (διοικητική ιδίως) δικαιοσύνη έχει επειγόντως ανάγκη ενίσχυσης με δικαστικούς υπαλλήλους και, ιδίως, πανεπιστημιακής μορφώσεως και εξειδικευμένων προσόντων (ΠΕ πληροφορικής, ΠΕ στατιστικής, ΠΕ λογιστικής). Αρκεί να επισημάνουμε τα εξής, για να γίνει κατανοητό πόσο επιτακτική είναι αυτή η ανάγκη: από τις 1009 οργανικές θέσεις δικαστικών υπαλλήλων στα διοικητικά δικαστήρια είναι καλυμμένες σήμερα περίπου 700. Εξ αυτών μόνο 63 υπάλληλοι, δηλαδή μόλις το 9% είναι πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, από τους οποίους μόνο 50 έχουν πτυχίο Νομικής και μέχρι πρόσφτα, τουλάχιστον, δεν είχε προσληφθεί ούτε ένας πτυχιούχος πληροφορικής. Ακόμη και εάν καλυφθούν οι υφιστάμενες κενές οργανικές θέσεις όλων των κλάδων και ειδικοτήτων των δικαστικών υπαλλήλων των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, η αναλογία προς τους υπηρετούντες διοικητικούς δικαστές δεν θα ξεπερνά τη σχέση 1,05 : 1, αφού οι υπηρετούντες διοικητικοί δικαστές είναι 955. Και τούτο, τη στιγμή που στις λοιπές χώρες του Συμβουλίου της Ευρώπης η αναλογία αυτή ανέρχεται κατά μέσο όρο σε 3,5 : 1 ενώ και στην Ελλάδα, στο χώρο των πολιτικών δικαστηρίων, η επίμαχη αναλογία δικαστικών υπαλλήλων προς δικαστές είναι 1,3 : 1.
  • Πρέπει να γίνει αξιοποίηση σε ευρύτερη κλίμακα της εν συμβουλίω διαδικασίας, καθώς και των πιλοτικών δικών, ιδίως τώρα μετά την καθιέρωση του θεσμού του εισηγητή δικαστή (με το άρθρο 24 Ν. 4446/2016 που προστέθηκε ως παρ. 3 στου άρθρο 127 ΚΔΔ) και στα διοικητικά δικαστήρια της ουσίας και, μάλιστα, με πιο αποτελεσματικό τρόπο απ’ ό,τι ισχύει για τις ακυρωτικές διαφορές, δεδομένου ότι ο εισηγητής δικαστής πρέπει να επιλαμβάνεται άμεσα (επιτρέποντας έτσι και την ενεργοποίηση της πρότυπης δίκης με πρωτοβουλία της Γενικής Επιτροπείας) και ασυνδέτως από τον προσδιορισμό της υπόθεσης σε τακτική δικάσιμο. Έτσι, ιδίως εάν ενισχυθεί έτι περαιτέρω ο θεσμός του εισηγητή δικαστή σε ό,τι αφορά την προετοιμασία των υποθέσεων και τη διαχείριση του δικαστικού χρόνου σε συνεργασία με τους διαδίκους, ένας όχι ασήμαντος αριθμός υποθέσεων μπορεί να εξέρχεται πολύ πιο σύντομα από το σύστημα και να μη μένει επί χρόνια σε εκκρεμοδικία, όπως όταν το δικαστήριο είναι αναρμόδιο ή έχει επιλυθεί αμετακλήτως το κρίσιμο νομικό ζήτημα, αφού οι υποθέσεις αυτές θα μπορούσαν να εξετάζονται άμεσα με τη συνοπτική εν συμβουλίω διαδικασία.  
  • Τέλος, από πολλούς συνιστάται να εισαχθεί ο θεσμός των «βοηθών δικαστού» («juges référendaires»/«judicial assistants»), οι οποίοι θα είναι άτομα με υψηλή νομική παιδεία, που ο ρόλος τους θα είναι να επικουρούν τους ανώτατους δικαστές και υπό την ευθύνη και την καθοδήγησή τους θα επεξεργάζονται τις υποθέσεις, θα μελετούν τα νομικά ζητήματα, θα ερευνούν τη νομολογία και θα προτείνουν λύσεις, χωρίς όμως να συμμετέχουν στις διασκέψεις ούτε στην έκδοση των αποφάσεων. Ο θεσμός αυτός συναντάται και λειτουργεί με επιτυχία σε πολλές ευρωπαϊκές και μη χώρες, όπως στη Γαλλία, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στη Γερμανία, στη Σουηδία, στις ΗΠΑ, στην Ινδία, στις Φιλιππίνες, στο Πακιστάν κ.α. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επίσης απασχολεί τέτοιους δικαστικούς βοηθούς με εξαετή θητεία. Έχω την εντύπωση, πάντως, ότι υπό το καθεστώς των σημερινών συνθηκών και αβελτηριών του συστήματος, η υιοθέτηση αυτού του θεσμού φαντάζει λίγο ως πολυτελής επιλογή, μη ικανή να βελτιώσει τη μεγάλη εικόνα αναφορικά με την αποτελεσματικότητα του εν γένει συστήματος απονομής δικαιοσύνης και, ως εκ τούτου, μάλλον δεν θα πρέπει να αξιολογηθεί ως μέτρο άμεσης προτεραιότητας.
  1. Μεταρρυθμίσεις για τη διαρθρωτική ανεξαρτησία της δικαιοσύνης.

2.1. Η επιλογή της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων: κάποιες σκέψεις

Όλο και δυναμώνουν οι φωνές που απαιτούν τροποποίηση του άρθρου 90 παρ. 5 Σ στο πλαίσιο της επόμενης συνταγματικής αναθεώρησης. Πρόκειται για τη συνταγματική εκείνη διάταξη που προβλέπει την επιλογή της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων από την Κυβέρνηση (Υπουργικό Συμβούλιο).

Το ζήτημα δεν είναι τόσο απλό όσο καμιά φορά παρουσιάζεται στο πλαίσιο δημοσιογραφικών παρουσιάσεων, ενόψει του γεγονότος ότι οι λειτουργοί της δικαιοσύνης, που ασκούν πολιτειακή εξουσία ιδιαίτερα σημαντική, στερούνται οποιασδήποτε άμεσης δημοκρατικής νομιμοποίησης, παρά την πρόβλεψη του άρθρου 1 παρ. 3 Σ ότι «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το λαό». Ανάγκη λοιπόν, να αντλεί εμμέσως δημοκρατική νομιμοποίηση η ηγεσία της δικαιοσύνης από το πολιτικό σύστημα υπάρχει και, πάντως, χειρότερη θα ήταν η τυχόν πρόταση οι ίδιοι οι ανώτατοι δικαστές μόνοι τους να επιλέγουν την ηγεσία τους, αφού η έλλειψη οποιασδήποτε πολιτικής νομιμοποίησης και ο κίνδυνος δημιουργίας ενός κλειστού (υπο)συστήματος εξουσίας θα ήταν περισσότερο από ορατός. Κάτι, που θα δημιουργούσε ή θα επέτεινε τους (ήδη υπάρχοντες) κινδύνους για την εσωτερική ανεξαρτησία της δικαιοσύνης.

Γεγονός, πάντως, είναι ότι η ως άνω συνταγματική διάταξη είναι ώριμη αναθεωρήσεως: τόσο για λόγους ουσίας όσο και για λόγους χαμηλής αποδεξιμότητάς της εκ μέρους της κοινωνίας, λόγω της δυσπιστίας που προκαλεί (ιδίως τα τελευταία χρόνια) στο κοινωνικό σώμα ο ομφάλιος αυτός λώρος που συνδέει την εκάστοτε Κυβέρνηση με την ηγεσία της Δικαιοσύνης και που επιτείνεται ή αμβλύνεται ανάλογα και με την προσωπικότητα που διαθέτουν καθώς και τη στάση που τηρούν οι εκάστοτε επιλεγόμενοι για τις ηγετικές θέσεις της Δικαιοσύνης. Η χαμηλή αποδεξιμότητα της ισχύουσας συνταγματικής ρύθμισης, πάντως, είναι μια διάσταση που δεν πρέπει να παραβλέπεται, από τη στιγμή που έχουμε επίγνωση πόσο σημαντικό για το δημοκρατικό μας πολίτευμα είναι, θεσμοί σαν τη δικαιοσύνη να χαίρουν της εμπιστοσύνης της κοινωνίας των πολιτών.

Η χρυσή τομή, κατά τη γνώμη μου, ενόψει των παραπάνω φαίνεται να βρίσκεται στην επιλογή της ηγεσίας της δικαιοσύνης από τη Βουλή των Ελλήνων και, ειδικότερα, από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής (ή από ένα άλλο σώμα στο οποίο, πάντως, θα εκπροσωπούνται αναλογικά οι πολιτικές δυνάμεις συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης) με αυξημένη πλειοψηφία και, μόνο σε περίπτωση που δεν καταστεί εφικτός ο σχηματισμός αυξημένης πλειοψηφίας, τότε να αρκεί η απόλυτη πλειοψηφία. 

Με μια λύση προς την κατεύθυνση αυτή η ηγεσία της Δικαιοσύνης θα χαίρει ευρύτερης νομιμοποίησης από ό,τι σήμερα, αφού κατ’ αρχήν τουλάχιστον, θα τυγχάνει της εμπιστοσύνης όχι μόνο της εκάστοτε κυβερνητικής κοινοβουλευτικής ομάδας ή του Υπουργικού Συμβουλίου, αλλά ευρέος φάσματος κοινοβουλευτικών δυνάμεων. Κάτι που είναι άκρως επιθυμητό. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι είναι παράλογο οι Ανεξάρτητες Αρχές να στηρίζονται σε ευρύτερη νομιμοποιητική βάση, αφού εκλέγονται αναγκαστικά μέσα από ευρεία διακομματική συναίνεση, από ό,τι η ηγεσία του δικαστικού σώματος. Η νομιμοποίηση μάλιστα θα είναι ευρύτερη, ακόμη και όταν παρ’ ελπίδα δεν θα επιτυγχάνεται ενδεχομένως διακομματική συναίνεση και θα εκλέγεται τελικά η ηγεσία μόνο από τους εκπροσώπους του κυβερνητικού κόμματος. Γιατί, σε σύγκριση με το σημερινό καθεστώς, που ουδείς γνωρίζει τι διαμείβεται πίσω από τις κλειστές πόρτες του Υπουργικού Συμβουλίου όταν γίνεται επιλογή της ηγεσίας της δικαιοσύνης, η εδώ προτεινόμενη διαδικασία επιλογής θα γίνεται υπό καθεστώς μεγαλύτερης διαφάνειας και, συνεπώς, αυξημένου ελέγχου αλλά και, κατά τεκμήριο, αυξημένου αυτοελέγχου όλων των εμπλεκόμενων στην οικεία διαδικασία παραγόντων.

2.2. Διασφάλιση της εσωτερικής ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης

Ανεξάρτητα από την όποια ενδεχόμενη μελλοντική αναθεώρηση των συνταγματικών διατάξεων που αφορούν τους δικαστικούς λειτουργούς και την οργάνωση της δικαιοσύνης, φαντάζει σκόπιμο και συνταγματικώς ανεκτό, με πνεύμα διακομματικής συναίνεσης και συνεργασίας με τους εκπροσώπους της Δικαιοσύνης, να προωθηθούν νομοθετικές λύσεις που θα θωρακίζουν περισσότερο την εσωτερική της ανεξαρτησία.

Έτσι, για παράδειγμα, θα μπορούσε να θεσπισθεί κώδικας κατευθυντήριων αρχών και ειδικότερων κριτηρίων που θα ισχύουν αναφορικά με τις προαγωγές, τοποθετήσεις, μεταθέσεις, αποσπάσεις και μετατάξεις των δικαστικών λειτουργών, η απόκλιση από τα οποία θα είναι βέβαια δυνατή, θα χρήζει όμως αιτιολόγησης εκ μέρους του ανώτατου δικαστικού συμβουλίου που ασκεί την εν λόγω αρμοδιότητα σύμφωνα με το άρθρο 90 παρ. 1-3 Σ. Ένα τέτοιο μέτρο θα αύξανε τη διαφάνεια στο εσωτερικό της Δικαιοσύνης και, κατά συνέπεια, θα μείωνε τον κίνδυνο υπονόμευσης της εσωτερικής της ανεξαρτησίας.


 [1] Ήδη ο ν. 3659/2008 που αποσκοπούσε στην επιτάχυνση της διοικητικής δίκης (πιλοτική δίκη, οκτάμηνο, άπαξ αναβολή) ψηφίσθηκε υπό τις έντονες πιέσεις της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης. Τα περιεχόμενα μάλιστα στο εν λόγω νομοθέτημα μέτρα επιτάχυνσης, καταγράφονται στη σχετική αλληλογραφία πριν ψηφισθεί ο ως άνω νόμος: βλ. Συμεωνίδη, Η ταχύτητα στην απονομή της Διοικητικής Δικαιοσύνης, ΔιΔικ 2017, 1 επ. (15).

[2] Ομιλία για την κατάσταση της Ένωσης το 2016, η οποία εκφωνήθηκε ενώπιον του Ευρωπαϊκού  

Κοινοβουλίου στις 14 Σεπτεμβρίου 2016: https://ec.europa.eu/priorities/state-union-2016_el

[3]    «The judicial system and economic development across EU Member States», JRC (υπό έκδοση).

[4]    Βλέπε παραπομπές στον πίνακα αποτελεσμάτων της ΕΕ στον τομέα της δικαιοσύνης για το 2016.

[5] Βλ. ενδεικτικά Κτιστάκη, Το δικαίωμα σε ταχεία διοικητική δίκη κατά την ΕΣΔΑ, Τόμος τιμητικός ΣτΕ, 2004, 1293 επ. (1303)∙ Συμεωνίδη, ό.π., ΔιΔικ 2017, 2.

[6] Βλ. ενδεικτικά Συμεωνίδη, Η ταχύτητα στην απονομή της Διοικητικής Δικαιοσύνης, ΔιΔικ 2017, 1 επ. με πλήθος περαιτέρω παραπομπών∙ Guinchard, Le process equitable, droit fundamental?, AJDA 1998, 191 .

[7] Βλ. την από 10.4.2017 Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την ΕΚΤ, την Ε.Ο.Κ.Ε. και την Επιτροπή των Περιφερειών, COM (2017) 167 final.

[8] Όπως βέβαια, έχει επισημανθεί από την Πρόεδρο της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών, οι αγωγές που κατατίθενται σήμερα στα Διοικητικά Δικαστήρια και δεν αφορούν φορολογικές υποθέσεις, προσδιορίζονται μετά από μακρύ χρονικό διάστημα, καθώς προτεραιότητα έχουν οι φορολογικές υποθέσεις έτσι ώστε να μπορεί να υπάρχει εισροή χρημάτων στα κρατικά ταμεία.

[9] Βλ., μεταξύ άλλων, το με αριθ. 17/2011 Πρακτικό του ΣτΕ σε Ολομέλεια και σε Συμβούλιο επί του σχεδίου του ν. 4055/2012 καθώς και την αιτιολογική έκθεση του ν. 3900/2010.

[10] Βλ. Β. Ανδρουλάκη, Θεωρία και Πράξη Διοικητικού Δικαίου (ΘΠΔΔ) 2015, 8επ. (18 επ.)∙ Συμεωνίδη, ό.π., 16.

[11] Βλ. διάγραμμα 6 του «Πίνακα αποτελεσμάτων ΕΕ στον τομέα της δικαιοσύνης 2017» καθώς και Γενική Έκθεση Εργασιών έτους 2016 της Γενικής Επιτροπείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων υπό ΙΙΙ («Γενικές Διαπιστώσεις»).

[12] Ενδεικτικώς για την πρωτίστως εισπρακτική στόχευση ορισμένων διατάξεων του ν. 3900/2010 (όπως του άρθρου 22) βλ. Έκθεση της Διεύθυνσης Επιστημονικών Μελετών της Βουλής καθώς και Ν. Π. Σολεϊντάκη, Προβληματισμοί από τον ν. 3900/2010, ΘΠΔΔ 2010, 92 επ.

[13] Κατ’ ιδίαν μέτρα, που εντάσσονται ειδικότερα σε αυτή την κατηγορία, είναι κυρίως η αύξηση του κόστους (έως και τον 20πλασιασμό του παραβόλου επί προφανώς αβάσιμου ή απαράδεκτου ενδίκου μέσου προβλέπει το άρθ. 9 ν. 3900/2010 για την ακυρωτική δίκη), η επιβολή δικονομικών βαρών στους ώμους των διαδίκων, η αυστηροποίηση των προϋποθέσεων παραδεκτού (συρρίκνωση προθεσμιών και θέσπιση ενδικοφανών διαδικασιών στις φορολογικές διαφορές) και η εισαγωγή διαφόρων φίλτρων στα ένδικα μέσα, με κύριο σκοπό να απομειωθεί ο όγκος των εκκρεμών υποθέσεων και να μην εμφανίζεται η χώρα μας εκτεθειμένη σε καθυστερήσεις. Για μια συνοπτική παρουσίαση των μέτρων επιτάχυνσης, βλ. αντί άλλων Συμεωνίδη, ό.π., 11 επ. (ιδίως 15 επ.).

[14] Ορθώς επισημαίνεται βέβαια, από την έκθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης της Αποτελεσματικότητας της Δικαιοσύνης του Συμβουλίου της Ευρώπης (CEPEJ 2004 19rev2, σημείο 36) ότι η ύπαρξη επαρκούς και σαφούς αιτιολογίας στις δικαστικές αποφάσεις συμβάλλει στο να γίνονται αυτές πιο εύκολα αποδεκτές από τους αντιδίκους∙ να τους αποτρέπει, συνεπώς, από την άσκηση ενδίκων μέσων, κάτι που αναμφίβολα μπορεί να συμβάλει στη μείωση του φόρτου των δικαστηρίων.

[15] Οι απαντήσεις στην έρευνα προήλθαν από αντιπροσωπευτικό δείγμα επιχειρήσεων από τους κύριους τομείς της οικονομίας (γεωργία, μεταποιητική βιομηχανία, μη μεταποιητική βιομηχανία και υπηρεσίες) σε όλες τις ενδιαφερόμενες χώρες. Η έρευνα διεξάγεται σε διάφορες μορφές, μεταξύ άλλων με προσωπικές ή τηλεφωνικές συνεντεύξεις με διευθυντικά στελέχη επιχειρήσεων, με αποστολή εντύπων μέσω ταχυδρομείου και με έρευνες μέσω διαδικτύου. Βλ. σχετικώς διάγραμμα 55 του «Πίνακα αποτελεσμάτων της ΕΕ στον τομέα της δικαιοσύνης».

[16]   Recommendation CM/Rec(2010)12 of the Committee of Ministers to member states on judges: independence, efficiency and responsibilities.

[17]   Στις παραγράφους 46 και 47 της σύστασης προβλέπεται ότι η αρχή η οποία αποφασίζει για την επιλογή και τη σταδιοδρομία των δικαστών πρέπει να είναι ανεξάρτητη από την εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία. Προκειμένου να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία της, τουλάχιστον το ήμισυ των μελών της αρχής θα πρέπει να είναι δικαστές επιλεγμένοι από τους ομολόγους τους. Ωστόσο, όταν το Σύνταγμα ή άλλες νομικές διατάξεις ορίζουν ότι ο αρχηγός του κράτους, η κυβέρνηση ή η νομοθετική εξουσία αποφασίζουν σχετικά με την επιλογή και τη σταδιοδρομία των δικαστών, μια ανεξάρτητη και αρμόδια αρχή, η οποία απαρτίζεται σε σημαντικό βαθμό από δικαστικούς (με την επιφύλαξη των κανόνων που εφαρμόζονται στα δικαστικά συμβούλια, οι οποίοι περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο IV), θα πρέπει να δικαιούται να διατυπώνει συστάσεις ή γνώμες, τις οποίες εφαρμόζει στην πράξη η οικεία αρμόδια για τους διορισμούς αρχή.

[18] Βλ. Δελτίο Τύπου ΕΕ , 24/11/2011.

[19] Βλ. ΔΕE απόφαση 18.03.2010 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-317/08 έως C-320/08 Rosalba Alassini κλπ κατά Telecom Italia Spa.

[20] Αρχικά συστήθηκε ως Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 70Β΄ του ν. 2238/1994, όπως προστέθηκε με την περίπτωση 1 της υποπαραγράφου Α5 της παραγράφου Α΄ του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 και πλέον λειτουργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 63 του ν. 4174/2013 (Α΄170).

[21] Βλ. ενδεικτικά Συμεωνίδη, ΘΠΔΔ 2015, 711.

[22] Βλ. συναφώς Γνώμη Νο. 19 (2016) του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου των Ευρωπαίων Δικαστών (CCJE) καθώς και Έκθεση για τον 4ο Κύκλο Αξιολόγησης της Ελλάδας που υιοθετήθηκε από την Ολομέλεια της Ομάδας Χωρών του Συμβουλίου της Ευρώπης ενάντια στη Διαφθορά (GRECO). Πρβλ. και Γενική Έκθεση Εργασιών της Γενικής Επιτροπείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων έτους 2016.


* Το κείμενο βασίζεται στην εισήγηση του Νίκου Τέλλη στο Συνέδριο του Κύκλου Ιδεών, Η Ελλάδα Μετά, στον Κύκλο 3: Ένα άλλο κράτος είναι εφικτό – Οι θεσμικές προϋποθέσεις


* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι:  Honore Daumier (1808-1879) A Famous Cause 

 

Η Ελλάδα Μετά | Κύκλος 3: Ένα άλλο κράτος είναι εφικτό – Οι θεσμικές προϋποθέσεις from Evangelos Venizelos on Vimeo.

Τέλλης, Νίκος

Ο Νίκος Τέλλης είναι καθηγητής εμπορικού δικαίου στη Νομική Σχολή ΑΠΘ από το 2008. Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Αμβούργου (1987) με συγγραφικό έργο στην ελληνική, γερμανική και αγγλική γλώσσα, που εστιάζεται κυρίως σε θέματα εμπορικών εταιρειών, συστημάτων διανομής και δικαίου ανταγωνισμού. Συμμετέχει σε πολλές επιστημονικές εταιρείες της ημεδαπής και της αλλοδαπής. Διετέλεσε Αναπλ. Πρόεδρος της Επιτροπής Ανταγωνισμού, μέλος στην Επιτροπή Επαγγελματικού Αθλητισμού και σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, καθώς και Πρόεδρος (μη εκτελεστικός) της ΕΡΤ το διάστημα 2012-13. Στις βουλευτικές εκλογές του 2015 ήταν υποψήφιος με τη Δημοκρατική Συμπαράταξη στην Α' Θεσσαλονίκης.