Κυριακή, 06 Αυγ 2017

Από το «μεταπολιτευτικό συνταγματικό κεκτημένο», στο αβέβαιο πολιτειακό σήμερα

αρθρο του:

Το Σύνταγμα του 1975 και η σύνδεση με το σήμερα: Η επαναφορά στη συνταγματική δημοκρατία- Το status mixtus των δικαιωμάτων – η μετάβαση από το τυποκρατικό κράτος Δικαίου, στο ουσιαστικοκρατικό κράτος Δικαίου και από τον συντηρητισμό στoν ανθρωποκεντρικό και κοινωνικοκεντρικό χαρακτήρα.

Προλεγόμενα

Το Σύνταγμα του 1975, αποτελεί αναμφίβολα έναν από τους σημαντικότερους σταθμούς της συνταγματικής μας ιστορίας, αποτελώντας τη πανηγυρική επιστροφή της χώρας, στη συνταγματική ομαλότητα και τη δημοκρατική νομιμότητα.

Θεωρώ, ότι αποτελεί τον πέμπτο μεγάλο σταθμό της πολιτειακής μας εξέλιξης , και της «συνταγματικής επανατοποθέτησης» στο πνεύμα του ευρωπαϊκού συνταγματισμού που επικράτησε μετά το Μεσοπόλεμο.

Το Σύνταγμα επομένως του 1975 αποτέλεσε την γέννηση ενός νέου ελληνικού Συνταγματισμού.

Ο πρώτος σταθμός ήταν δίχως άλλο τα Συντάγματα της Εθνεγερσίας, όπου αποτέλεσαν τη πρώτη απόπειρα αυτό-θέσμισης της λαού, ο οποίος συνέταξε και καθόρισε ο ίδιος το συντακτικό πλαίσιο , εντός του οποίου αυτοπεριορίζονταν η λαϊκή κυριαρχία, και η εξουσία περνούσε από τα χέρια ενός ακαθόριστου και απρόσωπου ακόμα τότε λαού, στο νομικό πρόσωπο του κράτους. Ήταν η μετάβαση από το προ-συνταγματικό πολυμερισμό των «τοπικών πολιτευμάτων», στο συνταγματικό κράτους του «ελληνικού έθνους».

Ο δεύτερος σταθμός ήταν το προοδευτικό Σύνταγμα του 1827, το οποίο επιβεβαίωσε πανηγυρικά, την προσχώρηση της ελληνικής συνταγματικής τάξης, στο πνεύμα του ευρωπαϊκού συνταγματισμού που πρωτο-διαμορφώνονταν. Σύνταγμα που αποδέχονταν όλες τις αρχές και αξίες του Διαφωτισμού, του αγγλικού κοινοβουλευτισμού, της Γαλλικής και της Αμερικανικής Επανάστασης.

Τρίτος μεγάλος σταθμός υπήρξε έπειτα το Σύνταγμα του 1844, όπου αποτέλεσε τη δική μας «συνταγματική επανάσταση», και τη μετάβαση από την απόλυτη μοναρχία, στη συνταγματική μοναρχία και τη περιορισμένη λαϊκή κυριαρχία, η οποία χωρίς τη δημοκρατική αρχή ακόμα εισηγμένη παρέμενε ουσιαστικά απονευρωμένη.

Αυτή η εξελικτική, αλλά και διαπλαστική συνέχεια της πολιτειακής μας κατάστασης, αλλά και της φυσιογνωμίας των συνταγματικών μας κειμένων, επανεπιβεβαιώθηκε με το Σύνταγμα του 1864, το οποίο σηματοδότησε όχι μόνο την εγκαθίδρυση μιας πρώτης μορφής ρεπουμπλικανισμού (κοινοβουλευτισμού) στην χώρα μας, αλλά προσέδωσε «ύπατη» αξία στη λαϊκή κυριαρχία. Με άλλα λόγια η δημοκρατική αρχή, έπαυσε να τελεί υπό την αίρεση του μονάρχη, και δίπλα σε αυτή μεταφυτεύτηκε μιας πρώτης μορφής και ακόμα «εύθραυστης» κοινοβουλευτικής αρχής, η οποία εδραιώθηκε τελικά με τη συνταγματική μεταβολή του 1911.

Τέταρτος σταθμός υπήρξε το «θνησιγενές» Σύνταγμα του 1927, το οποίο βασίστηκε στις αρχές του πολιτικού και συνταγματικού φιλελευθερισμού της Βαϊμάρης. Ήταν το πρώτο Σύνταγμα στο οποίο συναντάμε τα πρώτα σπέρματα κατοχυρωμένων αρχών και εγγυήσεων σχετικά με τα πολιτικά, ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

Ωστόσο, όλα αυτά τα θετικά, πρωτοποριακά ή αναγκαία στοιχεία που κόμισε κάθε Σύνταγμα, υπήρξαν διάσπαρτα, ευκόλως καταστρατηγούμενα, αποτελώντας μόνο τα χαρακτηριστικά και όχι το περιεχόμενο ενός ελληνικού συνταγματισμού. Αυτή ακριβώς είναι και η σημασία του Συντάγματος του 1975. Συνάρθρωσε, συνέζευξε και τελικά ενοποίησε, ως μια ενιαία συνταγματική ταυτότητα, όλα τα πολιτειακά, θεσμικοπολιτικά και κοινωνικοοικονομικά στοιχεία των προϊσχύοντων Συνταγμάτων. Το Σύνταγμα επομένως του 1975, δεν αποτέλεσε απλά τη μετάβαση στη δημοκρατία, αλλά και την γέννηση ενός νέου ελληνικού Συνταγματισμού, η δυναμική του οποίο εκκαθάρισε όλα τα αρνητικά στοιχεία του παρελθόντος.

Οι βασικοί άξονες της νέας συντακτικής πολιτικής της χώρας, θεωρώ ότι υπήρξαν οι ακόλουθοι: η μορφή του πολιτεύματος ως συνάρτηση του δημοψηφίσματος και του συντακτικού έργου της « Ε’ Αναθεωρητικής Βουλής», η φύση του αρχηγού του κράτους, τα θεμελιώδη δικαιώματα και οι εγγυήσεις του.

  1. Το πολιτειακό Δημοψήφισμα.

1.1. Η διάκριση πολιτειακού – συνταγματικού δημοψηφίσματος

Αρχικά, θα πρέπει να προβούμε σε μια κεφαλαιώδη διάκριση μεταξύ συνταγματικού δημοψηφίσματος και συντακτικού ή πολιτειακού δημοψηφίσματος.

Το συντακτικό ή πολιτειακό δημοψήφισμα συναντάται στο προ-συνταγματικό στάδιο θέσμισης της πολιτείας, όπου ο «κυρίαρχος λαός», έχοντας το προνόμιο άσκησης συντακτικής εξουσίας ξανά φτιάχνει τη νομιμότητα είτε μετά από μια ανώμαλη συνταγματική περίοδο όπου το Σύνταγμα είχε καταλυθεί ολοσχερώς ή δεν εφαρμόζονταν καθόλου , είτε μετά από μια ολική πολιτειακή μεταβολή, με ανατροπή του προηγούμενου καθεστώτος στα πλαίσια μιας επανάστασης. Αυτό ακολουθήθηκε το 1975, όπου το δημοψήφισμα μπορεί να συγκέντρωνε τα τυπικά χαρακτηριστικά του συνταγματικού, ωστόσο το περιεχόμενο του είχε το χαρακτήρα της πολιτειακής επιλογής από το λαό. Συνεπώς, το συντακτικό ή πολιτειακό δημοψήφισμα, συνδέεται με το πρωτογενή συνταγματισμό. Εμφανίζεται δηλαδή μόνο μια φορά είτε στην έναρξη , είτε στη λήξη της «ζωής» ενός κράτους. Είναι στιγμιαίο φαινόμενο, ακριβώς επειδή με τη σύμπραξη του λαού (όχι ως εκλογικού σώματος, αλλά ως μάζας) θεσπίζονται για πρώτη φορά νέοι κανόνες δικαίου, οι οποίοι θα λάβουν υπερνομοθετική ισχύ , εφόσον το νέο κράτος που θα εγκαθιδρυθεί, θα είναι ουσιαστικό συνταγματικό κράτος.

Το συνταγματικό δημοψήφισμα από την άλλη, είναι συνυφασμένο με το δευτερογενή συνταγματισμό. Με την άσκηση δευτερογενούς συντακτικής εξουσίας, που λαμβάνει είτε τα χαρακτηριστικά μιας αμιγώς αναθεωρητικής εξουσίας που ασκείται από ειδικό όργανο ( στο ελληνικό Σύνταγμα η αναθεωρητική Βουλή), είτε τη μορφή μιας μεικτής αναθεωρητικής εξουσίας που μετέχει τόσο το Κοινοβούλιο , όσο και ο λαός, ως εκλογικό σώμα. Το συνταγματικό δημοψήφισμα ανήκει επομένως στη δεύτερη περίπτωση, όπου ο λαός συμπράττει ενεργώς στην αναθέσμιση της πολιτείας.

Η βασική διαφορά συντακτικού και συνταγματικού δημοψηφίσματος έγκειται στο γεγονός, ότι το συντακτικό δημοψήφισμα αποτελεί προ-συνταγματικό στάδιο δημιουργίας ενός κράτους, ενώ το συνταγματικό δημοψήφισμα διενεργείται εντός μια ήδη υπάρχουσας συνταγματικής τάξης. Είναι μέρος του συνταγματικού πλαισίου, εφόσον κατοχυρώνεται, δεν είναι έξω από αυτό.

1.2. H συντακτική πράξη της 4ης Οκτωβρίου 1974 « περί προσφυγής εις την λαϊκήν ετυμηγορίαν προς ολοκλήρωση της νομιμότητος» : Το πολιτειακό- συντακτικό δημοψήφισμα

Με αυτή προβλέπονταν η μορφή του πολιτεύματος , το αν δηλαδή θα ήταν βασιλευόμενη ή αβασίλευτη, πράγμα που θα αποφάσιζε απευθείας ο λαός με δημοψήφισμα , που θα διεξάγονταν μετά τις εκλογές για την ανάδειξη Βουλής.

Στην πραγματικότητα το δημοψήφισμα αποτέλεσε πρωτογενή άσκηση συντακτικής εξουσίας, από το λαό , η βούληση του οποίου εκφράστηκε ελεύθερα, ανόθευτα και «ακαταγώνιστα» κατά τον Α.Μάνεση. Ωστόσο για να αντιληφθούμε τη σημασία του πολιτειακού δημοψηφίσματος πρέπει να λάβουμε υπόψη τα εξής στοιχεία:

1.2.1 O ρόλος της «Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας»

Η κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας», δεν ήταν κοινοβουλευτική, δεν αναδείχθηκε δηλαδή έπειτα από εθνικές εκλογές, άρα δεν ήταν δημοκρατικά νομιμοποιημένη , ούτε όμως και διορίστηκε , για να θεωρήσουμε έστω ότι λειτουργούσε εντός ενός ήδη υπάρχοντος συνταγματικού πλαισίου. Ήταν μια de facto κυβέρνηση, λειτουργούσα εντός ενός προσωρινού συνταγματικού καθεστώτος. Παρόλα αυτά προλείανε , χάριν στην διορατικότητα και τη δημοκρατικότητα του Κωνσταντίνου Καραμανλή , το έδαφος για τη διαμόρφωση του νέου Καταστατικού Χάρτη της χώρας. Αυτό το κατόρθωσε συνδέοντας με έντεχνο τρόπο τη προδικτατορική κοινοβουλευτική και συνταγματική τάξη, με την μετα-δικτατορική. Και αυτό γιατί, η ελληνική κοινωνία, το ελληνικό κράτος δεν έπαυσαν να υπάρχουν ως έννοιες, ως θεσμοί, ως δεοντολογικές και αντικειμενικές οντότητες. Απλά μετεξελίχθηκαν σε μηχανισμούς επιβολής της εξουσιαστικής βούλησης του καθεστώτος. H δε κοινωνία διαχωρίστηκε σε πολίτες 1ης και 2ης κατηγορίας, σε καθεστωτικούς και αντικαθεστωτικούς, χωρίς την επικράτηση πολιτικών ελευθεριών, ενώ το κράτος έλαβε τη μορφή ενός πανίσχυρου καταναγκαστικού πανόπτικον. Ενός «υπερ-τροφικού» Λεβιάθαν, ενός «εμψυχωτή του νόμου» κατά τους στωικούς. Και αυτό γιατί παύει να υφίσταται το Σύνταγμα, έτσι ώστε όλοι οι βραχίονες λειτουργίας τους κράτους, να νοηματοδοτούνται αυθαίρετα σύμφωνα με την αντίληψη του εξουσιαστή. Έτσι η έννοια του λαού, η έννοια της λαϊκής κυριαρχίας, ως έννοιες συνταγματικές νοθεύονται, εκφυλίζονται. Ο υπαρξιακός λόγος μιας πολιτείας, που είναι η προώθηση των συμφερόντων της κοινωνίας, το γενικό συμφέρον, μετατρέπεται σε λόγο ύπαρξης του καθεστώτος. Η «κοινωνία των πολιτών», διαιρείται σε «κοινωνία ομοφρονούντων» και κοινωνία «αντιφρονούντων». Συνεπώς , η ελληνική κοινωνία δεν περνούσε αυτή τη φορά απλά στο συνταγματικό κράτος. Δεν προσπαθούσε να μετατρέψει μια άμορφη μάζα, σε λαό, ούτε ασκούνταν μια αδέσμευτη συντακτική εξουσία, έπειτα από μια κοινωνική εξέγερση ή έπειτα από έναν από-αποικιοκρατικό αγώνα . Προσπαθούσε να υπερβεί ένα συνταγματικό κενό , μια πολιτειακή και κρατική ασυνέχεια.

1.2.2. Το προνόμιο άσκησης συντακτικής εξουσίας

Και εδώ εντοπίζεται το 2ο κεφαλαιώδους σημασία ζήτημα. Ποιος έχει το προνόμιο άσκησης συντακτικής εξουσίας σε μια διαδικασία όχι αυτό-θέσμισης, αλλά αναθέσμισης του κράτους; Ποιος συνθήκες απαιτούνται για την άσκηση της πολιτειακής αυτοδιάθεσης της κοινωνίας; Και τελικά ποιος έχει τη δύναμη της επιβολής συγκεκριμένης συντακτικής κατεύθυνσης;

Μετά την κατάρρευση του καθεστώτος μπορούσαν να συμβούν δυο τινά. Είτε η κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας» θα αυτό-ανακηρύσσοταν διαδοχή κατάσταση του δικτατορικού καθεστώτος, πράγμα που άφηνε να εννοηθεί κατ’αρχήν λόγω της αμφίσημης διατύπωσης της, η «καταστατική» συντακτική πράξης της 1ης Αυγούστου που δεν έκανε λόγο για πτώση της δικτατορίας, αλλά για απλή ανάθεση της εξουσίας στον Κ.Καραμανλή. Ωστόσο αν αυτό συνέβαινε όχι μόνο θα αναγνωρίζονταν η υπόσταση του καθεστώτος, όχι ως απολυταρχικού, αλλά ως εν μέρει δημοκρατικού, αλλά θα αγνοούνταν κατάφωρα η λαϊκή θέληση και βούληση. Το δεύτερο ενδεχόμενο ήταν αυτή η θέληση και βούληση του λαού, να λάβει τα χαρακτηριστικά μιας αδέσμευτης και άναρχης άσκησης της συντακτικής εξουσίας, που μπορούσε να οδηγήσει σε παρατεταμένη ακυβερνησία ή ακόμα και επαναφορά μιας ακόμα στρατιωτικής δικτατορίας, όσο ακόμα επαρκούσαν τα «χουντικά υπολείμματα».

Η Ελλάδα είχε υιοθετήσει πρώιμα ένα σύστημα διακυβέρνησης, δημοκρατικό, αντιπροσωπευτικό και μετέπειτα κοινοβουλευτικό.

Συνεπώς για την ομαλή μετάβαση στη δημοκρατία, για τη κατάρτιση του νέου Συντάγματος, έπρεπε να υπάρξει μια τεχνητή αίσθηση συνέχειας του κράτους. Για αυτό και το πρώτο πράγμα που διευθέτησε η «μεταβατική Κυβέρνηση» ήταν η αναβίωση του Σ του 1952. Για αυτό και θεωρήθηκε αυτό «αναθεωρούμενο» και η μετα-δικτατορική Βουλή ήταν «Αναθεωρητική», ενώ στη πραγματικότητα λειτούργησε ως συντακτική (συνέλευση). Μπορούσε όμως μια de facto κυβέρνηση χωρίς καμία νομιμοποίηση να προεπιλέξει ή να προαποφασίσει και τη μορφή του πολιτεύματος; Υπάρχει δηλαδή μια τυπολογία πολιτευμάτων, από τα οποία επιλέγεις ποιο θα εγκαθιδρύσεις κάθε φορά;

Η απάντηση είναι κατηγορηματικά αρνητική. Αυτός που επιλέγει κάθε φορά τύπο πολιτεύματος είναι ο «κυρίαρχος» , εκείνος που έχει τη δύναμη της επιβολής. Και στην προκειμένη περίπτωση, δεν μιλάμε για μια αστική επανάσταση, όπως εκείνες του 18ου και του 19ου αιώνα, αλλά για μια ιδεολογικοπολιτική, κοινωνικοοικονομική και κοινωνικοπολιτική απελευθέρωση όλων των δυνάμεων που είχαν αποκλεισθεί, εκτοπισθεί ή εξωστρακισθεί . Και αυτές ενυπάρχουν στην έννοια του λαού, αλλά ερείδονται κυρίως στις αρχές του πολιτικού και συνταγματικού φιλελευθερισμού, στις αρχές της κοινωνικής μεταρρύθμισης και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Και όλα τα προηγούμενα χρόνια, ειδικά από το τέλος του εμφυλίου ως και τη πτώση του καθεστώτος, χαλυβδώνονταν αυτές οι δυνάμεις, επωάζονταν η 2η «συνταγματική επανάσταση» και ο «συνταγματικός εκσυγχρονισμός». Γιατί ούτε το μετεμφυλιακό κράτος , υπήρξε κράτος δημοκρατικό, αφού ενεργώντας «παρά το Σύνταγμα», κατέληγε να είναι κράτος «δυνάστης», κράτος αστυνομικού τύπου. Ούτε φυσικά και η δικτατορία των συνταγματαρχών, έλκυε από κάπου τη κοινωνική ή δημοκρατική της νομιμοποίηση, για τους λόγους που προαναφέραμε.

Ωστόσο, η συντακτική εξουσία δεν ασκήθηκε αυτοδύναμα, αλλά σε σύμπραξη με τη μετα-δικτατορική Βουλή. Διασφαλίσθηκε ωστόσο, ότι αυτή η έκφραση της λαϊκής βούλησης θα ήταν ελεύθερη και ανόθευτη. Ελεύθερη γιατί θα προηγούνταν γενικές εκλογές ανάδειξης της «αναθεωρητικής Βουλής». Ανόθευτη γιατί η κυβέρνηση που προκήρυξε το δημοψήφισμα τήρησε στάση ουδετερότητας και ίσων αποστάσεων. «Νόθο» χαρακτηρίζεται όχι μόνο ένα αλλοιωμένο αποτέλεσμα, αλλά και ένα αποτέλεσμα προ-διαμορφωμένο. Και προδιαμορφωμένο θα ήταν αν επικρατούσαν συνθήκες πολιτικής ανελευθερίας. Δεν αρκεί δηλαδή να μπορεί να ασκηθεί ελεύθερα ένα δικαίωμα, αλλά απαιτείται όλα τα στάδια μέχρι την άσκηση του δικαιώματος, να προστατεύονται εξίσου.

Ωστόσο θα ήταν ανίσχυρη μια λαϊκή ετυμηγορία που θα παρέμενε απλά ανόθευτη, αλλά όχι δεσμευτική. Αν ασκείς ένα δικαίωμα, και δη ένα πολιτικό δικαίωμα, έχοντας συμβιβαστεί με ενδεχόμενη καταστρατήγηση του, επιλέγεις τη σιωπή, ως μορφή σιωπηρής συναίνεσης ( ο σιωπών δοκεί συναινειν). Έτσι δημιουργείται μια θεσμική ανασφάλεια και μια αβεβαιότητα. Για αυτό και το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, ήταν δεσμευτικό για την επόμενη Βουλή. Δεν μπορούσε να το αγνοήσει, να το τροποποιήσει ή να το αμφισβητήσει. Υπήρχε υποχρέωση συμμόρφωσης , ακριβώς επειδή ήταν αποφασιστικού χαρακτήρα. Ποιον δέσμευε όμως η επιταγή αυτή; Τη Βουλή, όχι τη κυβέρνηση. Το κρίσιμο ήταν ακριβώς, ότι η αναδειχθήσα κυβέρνηση συμμετέχει ως κοινοβουλευτική πλειοψηφία στη σύνθεση της Βουλής, υποβάλλοντας «κυβερνητικό σχέδιο» Συντάγματος, το οποίο θα υπερψηφίζονταν ή θα καταψηφίζονταν εντός 3 μηνών από τη Βουλή. Άρα το συντακτικό έργο ήταν αρχικά υπόθεση του «κυριάρχου λαού», που επιλέγει το συνταγματικό corpus , το οποίο εκτός από την έννοια του τυπικού Συντάγματος, σημαίνει και το τύπο πολιτεύματος που προκρίνεται. Ενώ έπειτα, έρχεται η Βουλή και ως όργανο δημοκρατικά νομιμοποιημένο, δίνει υπόσταση στο Σύνταγμα, το «ζωντανεύει».

Στην πραγματικότητα, και για να συνοψίσουμε, συντακτική εξουσία άσκησε από κοινού ο λαός και το κοινοβούλιο. Με άλλα λόγια, ασκήθηκε συντακτική εξουσία, με όρους συντεταγμένης πολιτείας. Το πνεύμα της όλης διαδικασίας, ακολουθούσε τους όρους και τις προϋποθέσεις μια αναθεωρητικής διαδικασίας που προϋπήρχε. Έτσι η συντακτική εξουσία, στη συνέχεια απορροφήθηκε από τη συντεταγμένη εξουσία. Εδώ δηλαδή δεν είχαμε έναν αυτοπεριορισμό της συντακτικής εξουσίας, με τη δημιουργία κράτους, αλλά μια αυτό-οριοθέτηση της, αφού συνέπραξε με άλλο όργανο, όργανο συντεταγμένης πολιτείας, όργανο μάλιστα που επιτελεί δημοκρατική λειτουργία.

  1. Η φύση του αρχηγού του Κράτους

Εκκρεμούσε επομένως η μορφή του πολιτεύματος, η οποία είναι άμεσα συνυφασμένη με τη φύση και το ρόλο του αρχηγού του κράτους. Εδώ δηλαδή μας ενδιαφέρει ποιος έχει το προνόμιο χάραξης της γενικής πολιτικής εντός μιας συνταγματικά και κρατικά οργανωμένης έννομης τάξης.

Τα στάδια δηλαδή της διαμόρφωσης και του καθορισμού της ταυτότητας ενός πολιτεύματος, περιστρέφονται γύρω από τη φύση (αιρετός ή κληρονομικός) και το ρόλο ( αποφασιστικός ή συμβολικός) του αρχηγού του κράτους.

Ξεκινώντας από το καθαρά πολιτειακό, το δίλλημα ήταν «βασιλευόμενη» ή «αβασίλευτη» δημοκρατία ;

H εγκαθίδρυση της «αβασίλευτης δημοκρατίας» ήταν η απλά η πολιτειακή επιβεβαίωση της θεσμικής λαϊκής κυριαρχίας. Ένα πολίτευμα χωρίς μονάρχη, χωρίς κληρονομικό αρχηγό του κράτους δηλαδή ήταν αίτημα όχι μόνο του πολιτικού και συνταγματικού φιλελευθερισμού που διέπνεε τον τότε ευρωπαϊκό συνταγματισμό, αλλά πολύ περισσότερο ήταν πλειοψηφικό αίτημα του λαού, ο οποίος είχε συνδέσει τη μοναρχία, με τις πιο οδυνηρές θεσμικά και πολιτικά περιόδους. Και αυτό γιατί η μοναρχία δεν κατάφερε να συνταιριάξει ποτέ με τις ιδιαιτερότητες και τις ιδιομορφίες όχι μόνο της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και του ισχύοντος θεσμικού συστήματος.

Δηλαδή, ενώ ο Εθνικο-απελευθερωτικός αγώνας, προσδέθηκε στο δυτικοευρωπαϊκό άρμα, των αστικών επαναστάσεων , μετέπειτα μεταφυτεύτηκε πολιτειακά ο θεσμός της μοναρχίας, ως θεσμός επικυριαρχίας των «μεγάλων δυνάμεων», αλλά και ως θεσμός ξενόφερτης επιβουλής. Για αυτό και στους προοδευτικούς κύκλους της διανόησης και του ελληνικού Διαφωτισμού, δεν έπαυε να ενισχύεται το αίτημα για εκρίζωση της μοναρχίας. Ωστόσο, πάντα βρίσκονταν πρόθυμες πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες δεν δίστασαν με τρόπο συνταγματικά αμφιλεγόμενο και «νόθο» είτε να ισχυροποιήσουν, είτε να επαναγκαθιδρύσουν τη μοναρχία στην Ελλάδα.

Ήταν σχεδόν αδύνατο επομένως να συνεχίσουν να συνυπάρχουν ένας «συνταγματισμός προοδευτισμός» με έναν κληρονομικό αρχηγό του κράτους. Η πρώτη τομή επομένως που εισήχθη με το Σ του 1975 ήταν η οριστική επικράτηση της αστικής και φιλελεύθερης δημοκρατίας. Και αυτή μπορεί να υπάρξει μόνο όταν ο αρχηγός του κράτους είναι αιρετός.

Όμως και αυτό είναι ένα πρόβλημα, που χρήζει επίλυσης, μέχρι την τελική μορφοποίηση του πολιτεύματος. Ένας αρχηγός του κράτους αποψιλωμένος από αποφασιστικές αρμοδιότητες, εντός ενός γνήσιου κοινοβουλευτισμού , και ενός συστήματος διασταύρωσης των εξουσιών ; Ή ένας αρχηγός του κράτους, ως όργανο μονοπρόσωπο, σε μια «μονοκεφαλική » εκτελεστική εξουσία, που αποτελεί ταυτόχρονα και αρχηγό της κυβερνήσεως, εντός ενός συστήματος απόλυτης διάκρισης των εξουσιών; Και αυτό το ζήτημα είναι θεμελιώδες. Κάθε επιλογή, συνεπάγεται και διαφορετικό σύστημα διακυβέρνησης. Προεδρική , προεδρευόμενη ή (ενδιάμεση) ημι-προεδρική δημοκρατία; Από αυτό ωστόσο εξαρτάται και η ρύθμιση της εκτελεστικής εξουσίας. Η σχέση αρχηγού του κράτους και κοινοβουλίου και τελικά η συνταγματική θέση του ΠτΔ. Καλούμαστε λοιπόν να περάσουμε τρία στάδια , για να δώσουμε μια ολοκληρωμένη απάντηση σε ένα ερώτημα που απασχόλησε όλες τις συνταγματικές τάξεις.

2.1. Η διάκριση μεταξύ κοινοβουλευτικού και προεδρικού συστήματος

Η εισαγωγή του κοινοβουλευτισμού, συνδέθηκε ιστορικά, αλλά και συνταγματικά με την πλήρη επικράτηση της «αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας», η οποία έπαυσε να εξαρτάται απλά από την δημοκρατική αρχή, αλλά δίπλα σε αυτή προστέθηκε και η κοινοβουλευτική αρχή, που για να επιζήσει έπρεπε να στηριχθεί και στην αρχή της πλειοψηφίας. Αλλά μέχρι να φτάσουμε στην κατοχύρωση της, και μάλιστα ως σκληρό «συνταγματικό» πυρήνα της «προεδρευόμενης» και ταυτόχρονα «κοινοβουλευτικής» δημοκρατίας, πρέπει να εξετάσουμε το που ευδοκιμεί αυτή, και να την συγκρίνουμε τελικά με τη «προεδρική» δημοκρατία.

Ο κοινοβουλευτισμός, το κοινοβουλευτικό σύστημα υπήρξε το τελευταίο στάδιο, χειραφέτησης από την φεουδαρχία και από το προ-νεωτερικό κράτος. Μια μετεξέλιξη, η οποία διαπέρασε τα στάδια της απόλυτης μοναρχίας και της «ελέω Θεού βασιλείας», ακολούθως της συνταγματικής μοναρχίας όπου ο ΠΘ εξαρτάται από το μονάρχη και της περιορισμένης δημοκρατικής αρχής, μέχρι της πλήρους επικράτησης της λαϊκής κυριαρχίας. Υπήρξε δηλαδή μια ομαλή αλλαγή στο πρόσωπο που συμβόλιζε την ενότητα και έπειτα την άρχουσα εξουσία. Από το φυσικό πρόσωπο , το φυσικό πρόσωπο όμως ως «ιερότητα», και ως σύμβολο ενότητας του μονάρχη, περάσαμε στο νομικό πρόσωπο του κράτους, όργανο του οποίου είναι και ο ΠΘ, το οποίο ως νομικό πρόσωπο και μάλιστα το ύπατο σε μια δημοκρατική κοινωνία, αποτελεί τον εφαρμοστή του δικαίου, και όχι τον «ενσαρκωτή» , όπως συνέβαινε με τον μονάρχη. Αυτό μας δείχνει άλλωστε η μετάβαση από το βεστφαλικού τύπου κράτους, όπου η έννοια του κράτους, σημαίνει απλά μια γεωγραφική οριοθέτηση της κυριαρχικής δύναμης του μονάρχη (έπειτα από την αποδυνάμωση του αυτοκρατορικού imperium), στο κράτος της αστικής και φιλελεύθερης δημοκρατίας, το οποίο μετασχηματίζεται από εργαλείο επιβολής, σε μηχανισμό διαχείρισης «κρίσεων», ως κράτος συμπαγές, ως κράτος-μηχανισμό, που όμως έπειτα παίρνει τη μορφή κοινωνικής σχέσης, και άρα εξετάζεται ως σχέση συντεταγμένης πολιτείας και κοινωνίας των πολιτών.

Η κρίση νομιμοποίησης των θεσμών παράγεται από την κατάλυση των θεσμών που προβλέπονται στο Σύνταγμα.

Ενώ τα προεδρικά συστήματα, αντιθέτως εγκαθιδρύονται συνήθως εκεί που είτε υπάρχει κοινωνική ασυνέχεια, είτε εκεί όπου οι διεργασίες συγκρότησης της πολιτείας υπήρξαν συγκρουσιακές. Στην πρώτη περίπτωση ο αρχηγός του κράτους, αποτελεί σύμβολο ενότητας. Αποτελεί το ενοποιητικό στοιχείο, μιας κοινωνίας ασύνδετης , ανομοιογενούς και ετερόκλητης. Μιας κοινωνίας δίχως ιστορία. Άρα εκεί ο αρχηγός του κράτους, ταυτίζεται με την ύπαρξη του κράτους. Στη δεύτερη περίπτωση, η ανάγκη ύπαρξης προεδρικού συστήματος, συναντάται στα μετα-αποικιοκρατικά κράτη. Ο αρχηγός του κράτους στη περίπτωση αυτή αποτελεί το απόλυτο υποκατάστατο του προηγούμενου «εξουσιαστή». Ωστόσο και στις δυο περιπτώσεις, στο πρόσωπο του αρχηγού του κράτους συνέρχονται όλες οι κρίσιμες αποφασιστικές εξουσίες. Και ως αντίβαρο στις εξουσίες αυτές, προβλέπεται η απόλυτη διάκριση των εξουσιών. Ένας αρχηγός του κράτους όμως με υπερεξουσίες, όπως ο ΠτΔ, στα προεδρικά συστήματα, προσομοιάζει τον Leviathan του Hobbs. Είναι ένα μονοπρόσωπο όργανο, που εύκολα μπορεί να λάβει τη μορφή του «πανόπτικον», ενός μεγάλου σώματος με ηγεμονικά χαρακτηριστικά.

Κάνοντας αυτή τη διάκριση, διαπιστώνουμε ότι η Ελλάδα, είχε υιοθετήσει πρώιμα , ήδη από τα Συντάγματα της Εθνεγερσίας ένα σύστημα διακυβέρνησης, δημοκρατικό, αντιπροσωπευτικό και μετέπειτα κοινοβουλευτικό

2.2 Η «διπλή ανάγνωση» του Συντάγματος 1975

Η κυριότερη επομένως εκκρεμότητα και αλλά σημείο τριβής ανάμεσα στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία και τα κόμματα της αντιπολίτευσης, υπήρξε η οργάνωση της εκτελεστικής εξουσίας σε συνάρτηση με τις αρμοδιότητες του ΠτΔ. Και εδώ η σύλληψη, υπήρξε διαφορετική για κάθε πλευρά.

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επιθυμούσε ένα « εξορθολογισμένο κοινοβουλευτισμό» όπως υποστήριζε. Αυτό να σήμαινε τη σύζευξη δυο αντίρροπων τάσεων; Δηλαδή από τη μια τη «λελογισμένη ενίσχυση» της εκτελεστικής εξουσίας, και από την άλλη έναν ισχυρό ΠτΔ; Πως μπορούσε όμως να συνυπάρξει ένας ΠτΔ ως «παίκτης αρνησικυρίας» , με μια ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η οποία θα προέρχονταν ενδεχομένως και από διαφορετικό πολιτικό χώρο; Άλλωστε η συγκατοίκηση, η «cohabitation», για τους Γάλλους ήταν αναπόφευκτη λόγω της θεσμικής ιδιομορφίας του ημι-προεδρικού συστήματος. Για την Ελλάδα όμως, και υπό το φως αρχικά του «Κυβερνητικού Σχεδίου Συντάγματος» και έπειτα του ισχύοντος Σ 1975 , αυτό ήταν καταρχήν αδύνατο.

Γιατί το Σύνταγμα, δεν κατοχύρωνε απλά τη «προεδρευόμενη» δημοκρατία, αλλά δίπλα στη «προεδρευόμενη», πρόσθεσε το «κοινοβουλευτική». Αυτό σήμαινε πως το Σύνταγμα δεν προέβλεπε απλά κάποια ρεπουμπλικάνικα (κοινοβουλευτικά) στοιχεία, και άρα θα μπορούσε ο ΠτΔ να έχει αυξημένες αρμοδιότητες. Αντιθέτως, εισήγαγε και τη «κοινοβουλευτική» αρχή ρητά, με αποτέλεσμα η Κυβέρνηση να εξαρτάται αποκλειστικά από την εμπιστοσύνη της Βουλής. Και αντίβαρο της ψήφου εμπιστοσύνης είναι η πρόταση μομφής, η διάλυση της Βουλής, έπειτα από απόσυρση της εμπιστοσύνης στη Κυβέρνηση. Άρα ένας ΠτΔ, που ήταν εξοπλισμένος με δυνατότητα αντιπλειοψηφικής διάλυσης της Βουλής, νόθευε τον κοινοβουλευτισμό.

Άρα η «διπλή ανάγνωση» του Συντάγματος, κατέληγε να είναι τελικά «μεταμόρφωση» του πολιτεύματος, το οποίο άλλοτε θα μπορούσε να είναι αμιγώς κοινοβουλευτικό και άλλοτε να «μεταμορφώνεται» σε ημι-προεδρικό.

2.3. Η συνταγματική θέση του ΠτΔ στο Σ 1975

Ο «ρυθμιστικός» ρόλος του ΠτΔ, κατέληξε λόγω των υπερεκτεταμένων αρμοδιοτήτων που προέβλεπε το Σ, να γίνει ρόλος , πολιτικά παρεμβατικός, και από όργανο αποφασιστικά ανίσχυρο, σε όργανο με πολιτική ισχύ.

Παρατίθενται, οι υπερ-εξουσίες, που κατά το συνταγματικό νομοθέτη του 1975, καθιστουσαν το ΠτΔ ρυθμιστή του πολιτεύματος:

- Η δυνατότητα διάλυσης της Βουλής, αν ο ίδιος έκρινε ότι η σύνθεση της Βουλής βρισκόταν σε δυσαρμονία προς το λαϊκό αίσθημα ( 41 παρ. 1 Σ 1975)

- Η αντιπλειοψηφική διάλυση (38 παρ. 2 Σ)

- Η προκήρυξη δημοψηφίσματος από τον ίδιο (44 παρ. 2 )

  1. Τα θεμελιώδη δικαιώματα

Η τομή ωστόσο του Συντάγματος του 1975, αφορά τα θεμελιώδη δικαιώματα , τις εγγυήσεις με τις οποίες αυτά περιβλήθηκαν, και τις θεμελιώδεις αρχές και διακηρύξεις, οι οποίες διέπουν όλο το πνεύμα του Συντάγματος, λειτουργώντας ταυτόχρονα και ως ερμηνευτικές κατευθύνσεις , και άρα ως ερμηνευτικά κριτήρια, για τη συστηματική ανάγνωση του Συντάγματος. Στο πεδίο της κατοχύρωσης των ατομικών ελευθεριών και των συνταγματικών δικαιωμάτων τα οποία ενισχύθηκαν και φιλελευθεροποιήθηκαν όσο ποτέ άλλοτε στην μέχρι τότε συνταγματική μας ιστορίας, εντοπίζουμε τρία στοιχεία τα οποία καθιστούν το Σύνταγμα του 1975, ένα βαθιά φιλελεύθερο και ανθρωποκεντρικό Σύνταγμα.

3.1. Η μετάβαση από το τυποκρατικό κράτος Δικαίου, στο ουσιαστικοκρατικό κράτος Δικαίου

Για να υπάρξει Σύνταγμα το οποίο μπορεί να αναπτύξει ανεμπόδιστα τη «θετικότητα» του και να πραγματοποιήσει τον εγγυητικό του ρόλου , προϋποτίθεται η διασφάλιση των δικαιωμάτων και η πλήρης διάκριση των εξουσιών, όπως όριζε το α.16 της Διακήρυξης των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη της Γαλλικής Επανάστασης. Το Σύνταγμα επομένως που διασφαλίζει ανεπαρκώς τα συνταγματικά δικαιώματα ή τα αφήνει ακατοχύρωτα, θεωρείται Σύνταγμα που διασφαλίζει μόνο την τυπική νομιμότητα. Ενεδρεύει όμως κίνδυνος, παρά τη κατοχύρωση τους, το ίδιο το Σύνταγμα είτε να προβλέπει το ίδιο τους περιορισμούς , οι οποίοι όμως καταλήγουν να αναιρούν το επίπεδο προστασίας, είτε να παρέχει το ίδιο τα μέσα στην κρατική εξουσία να επιβάλλει τους περιορισμούς. Ειδικά στην δεύτερη περίπτωση, δημιουργείται ένα ιδιαίτερα ευνοϊκό πεδίο για τις εξουσιαστικές δομές του κράτους, οι οποίες μπορούν να αυθαιρετούν ανεξέλεγκτα. Και στις δύο περιπτώσεις, μπορεί να έχουμε κράτος Δικαίου καταρχήν, μπορεί να επικρατεί μια νομιμότητα, αλλά πρόκειται για νομιμότητα τυπική, και συνακόλουθα για τυπικό κράτος Δικαίου. Αυτό ίσχυε στην μετεμφυλιακή Ελλάδα, όπου υπό την παράλληλη ισχύ του «παρα-συντάγματος» , η νομιμότητα που επικρατούσε, ήταν μια κατ’επίφαση νομιμότητα. Δεν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε πραγματικά δικαιοκρατούμενη , μια κοινωνία, στην οποία ίσχυε ο διοικητικός εκτοπισμός, υπήρχε ένας υποτιθέμενος «εσωτερικός εχθρός» , είχε θεσμοθετηθεί μια διευρυμένη εκδοχή της «κατάστασης πολιορκίας». Και αυτό γιατί ίσχυαν δύο παράλληλες έννομες τάξεις: η συνταγματική τάξη, υπό την ισχύ των συνταγματικών διατάξεων, και η παρα-συνταγματική υπό την ισχύ-δυνάμει μάλιστα του Συντάγματος- των εκτάκτων μέτρων της προηγούμενης περιόδου.

Με τη θέσπιση του Συντάγματος 1975 επομένως, δεν επανήλθε απλά η συνταγματική νομιμότητα, η οποία μπορούσε να παρέμενε απλά σε ένα τυπικό επίπεδο εφαρμογής, αλλά πολύ περισσότερο προβλέφθηκαν όλες εκείνες οι εγγυήσεις, που θα διασφάλιζαν την επαναφορά της ουσιαστικής νομιμότητας.

Και τέτοιες ήταν οι εγγυήσεις της προσωπικής ελευθερίας, το δικαίωμα στη φυσική κίνηση δηλαδή που κατοχυρώνει το α.5 παρ. 3 Σ, καθώς επίσης και οι περιορισμοί στην επιβολή ατομικών διοικητικών μέτρων που επιβάλλονταν πλέον μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, αλλά και οι πρόσθετες εγγυήσεις που παρείχε το α.6 Σ σχετικά με τα ανώτατα όρια προφυλάκισης.

Ωστόσο ο συνταγματικός νομοθέτης, δεν έμεινε μόνο στο επίπεδο προστασίας του πολίτη από την αυθαιρεσία της διοίκησης, αλλά χορήγησε επιπλέον εκείνα τα δικαιώματα που είτε ενεργοποιούν τον έλεγχο νομιμότητας κατά πράξεων της διοίκησης, είτε παρέχουν ένα ενισχυμένο «στρώμα» επιπλέον προστασίας. Τα λεγόμενα διαδικαστικά ή διοικητικά δικαιώματα, όπως το α.20 παρ. 1,2 Σ, η αξίωση δηλαδή παροχής εννόμου προστασίας (παρ.1), πράγμα που σημαίνει όχι μόνο δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο, αλλά και ίση και δίκαιη αντιμετώπιση από αυτό, καθώς επίσης και το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης (παρ.2). Όπως επίσης το α.8 Σ, και το α10 Σ και το δικαίωμα αναφοράς στις αρχές.

Όλο αυτό το πλέγμα διατάξεων, αποτελούσε- πριν τη ρητή εισαγωγή με την αναθεώρηση του 2001 της αρχής του κράτους δικαίου- εκείνες τις εγγυήσεις που συνέθεταν την έννοια του ουσιαστικού κράτους Δικαίου. Με κύριο σκοπό την οριοθέτηση των σχέσεων κρατικής εξουσίας και πολίτη. Και η θέσπιση ενός πλούσιο καταλόγου δικαιωμάτων, από τα οποία συνάγονταν η δικαιοκρατική αρχή, η αρχή του κράτους δικαίου, δεν ήταν απλά επιλογή δικαιική, ήταν επιλογή ιδεολογικο-πολιτική. Ο διοικούμενος, ο πολίτης, δεν θεωρούνταν πλέον απλό μέσο και αντικείμενο διοικητικής δράσης, αλλά εξυψώνονταν σε ισότιμο συνομιλητή, τα δικαιώματα του οποίου έχριζαν προστασίας.

3.2. Ο «ανθρωποκεντρικός» χαρακτήρας του Συντάγματος

Μια ακόμα θεσμική καινοτομία του Σ 1975, υπήρξε η συμπερίληψη στο Σύνταγμα θεμελιωδών αρχών και διακηρύξεων τα οποία και αποτέλεσαν τις βάσεις καθορισμού της φυσιογνωμίας του. Το πρωτοποριακό ήταν ότι το Σύνταγμα 1975 υπερέβη την απλή κατοχύρωση της αρχής της γενικής ισότητας, και του γενικού δικαιώματος της ελευθερίας, αλλά είτε τις ενίσχυσε με πρόσθετες εγγυήσεις, είτε κατοχύρωσε ειδικότερες εκδηλώσεις τους.

Και εκείνη η αρχή, που περισσότερο από όλες, αναδεικνύει την αυταξία του ανθρώπου, και το αυθύπαρκτο της ανθρώπινης προσωπικότητας, είναι η προστασία της αξία του ανθρώπου πρωτευόντως και η ελευθερία ανάπτυξης της προσωπικότητας δευτερευόντως. Και η χρήση των επιρρημάτων δεν υποδηλώνει κάποια ιεραρχική σχέση, αλλά τονίζει ότι η αξία του ανθρώπου αποτελεί το θεμέλιο ενός δικαιικού συστήματος, τη «πρωταρχική υποχρέωση» της πολιτείας, που αν δεν πραγματοποιηθεί ο άνθρωπος δεν θα μπορέσει να αναπτύξει ελεύθερα και ανεμπόδιστα τη προσωπικότητα του. Και αντιστρόφως, αν ο άνθρωπος δεν μπορούσε να αναπτύξει την προσωπικότητα του, δεν θα βρισκόταν ο ίδιος σε θέση να αυτό-συνειδητοποιήσει (ελευθερία της συνείδησης) την αυθυπαρξία του.

Αν όμως η προστασία της αξίας του ανθρώπου, δεν συνδυάζονταν με τη «λαϊκή κυριαρχία», θα παρέμενε απλά μια κατευθυντήρια ερμηνευτική γραμμή προς το νομοθέτη, θα ήταν μια lex imperfecta . Ουσιαστική αποστολή επομένως ενός κράτους, είναι η διασφάλιση και η προαγωγή των συμφερόντων του «λαού». Ενός «λαού» που δεν απαρτίζεται από άτομα χωρίς προσωπικότητα, αλλά από ανθρώπους , κάθε ένας εκ των οποίων είναι μοναδικός. Άρα, η προστασία της αξίας του ανθρώπου, ανάγεται σε ύπατο σκοπό κάθε δημοκρατικής κοινωνίας.

3.3. Ο «κοινωνικοκεντρικός χαρακτήρας» του Συντάγματος

Η επιλογή του όρου «άνθρωπος», από τον όρο «άτομο», σημαίνει τη μετάβαση του προσώπου από ένα στάδιο εξω-δικαιικό (φυσικοδικαιικό), σε ένα στάδιο οργάνωσης της δράσης του. Το άτομο , έννοια που προσιδιάζει στην νέο-φιλελεύθερη ιδεολογία, λειτουργεί ατομικά, προτάσσοντας το ατομικό, έναντι του γενικού συμφέροντος. Είναι έννοια αφηρημένη, έννοια που στερείται κοινωνικού περιεχομένου. Αντίθετα, με τον όρο «άνθρωπος», δεχόμαστε ότι το πρόσωπο, λειτουργεί εντός ενός καθορισμένου πεδίου δράσης. Αποτελεί μέλος ενός ευρύτερου συνόλου . Δηλώνει την ενσωμάτωση του σε μια κοινωνία, που συντίθεται στη βάση της «κοινής βούλησης». Άρα όταν χρησιμοποιούμε τον όρο «κοινωνικο-κεντρικό» , δεν εξετάζουμε την οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων της εξουσίας, αλλά το πώς η συντεταγμένη πολιτεία ( η κρατική εξουσία) αλληλεπιδρά με τη «κοινωνία των πολιτών».

3.1.1 Μια δημοκρατία «κοινωνική»

Η πρώτη εκδήλωση του «κοινωνικο-κεντρικού» χαρακτήρα του Συντάγματος, είναι οι δεσμεύσεις που αναλαμβάνει το κράτος έναντι των πολιτών. Και οι δεσμεύσεις αυτές δεν λειτουργούν εγγυητικά, δεν αξιώνουν δηλαδή την αποχή του κράτους, αλλά παροχικά , δημιουργούν αντιθέτως αξίωση προς παροχή από το κράτος. Το κράτος δηλαδή ταγμένο στην υπηρεσία του πολίτη. Και αυτή η λειτουργία του κράτους, αυτός του ο «διασφαλιστικός» ρόλος, μέχρι να προβλεφθεί ρητά με την αρχή του κοινωνικού κράτους, απέρρεε από ένα σύνολο διατάξεων που κατοχύρωναν τα λεγόμενα κοινωνικά δικαιώματα, αλλά και τις αντίστοιχες θεσμικές εγγυήσεις, τους θεσμούς, που με τον πιο πανηγυρικό τρόπο, αποτελούσαν τη κοινωνική διάσταση των ατομικών δικαιωμάτων. Και τέτοια δικαιώματα, υπήρξαν οι ειδικότερες εκδηλώσεις της ισότητας (η ισότητα των φύλων), τα δικαιώματα των εργαζομένων ( και εκείνα που σχετίζονταν με τη πρόσβαση και την ελευθερία επιλογής εργασίας που είχαν ως συνταγματική βάση το α.5, αλλά και εκείνα τα δικαιώματα που πήγαζαν από τη προστασία της εργασίας ως θεσμού, όπως η συνδικαλιστική ελευθερία), οι κοινωνικές δεσμεύσεις που συνιστούσαν το κράτος πρόνοιας, δηλαδή τη μέριμνα για τους οικονομικά ή κοινωνικά ασθενέστερους ( όπως η προστασία της οικογένειας, της πολυτεκνίας, της αγροτικής ζωής)

3.1.2 Μια δημοκρατία «πολιτική»

Ωστόσο, η αλληλεπίδραση της εξουσίας με την κοινωνία, θα παρέμενε αδύνατη, εφόσον δεν προβλέπονταν δικαιώματα και θεσμοί, που θα την διευκόλυναν. Και ίσως αυτός ο δίαυλος ανάμεσα στη συντεταγμένη πολιτεία και τη «κοινωνία των πολιτών», να είναι το σημαντικότερο στοιχείο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, καθώς μόνο έτσι αναπαράγεται , μόνο έτσι ελέγχεται, μόνο με αυτό τον τρόπο περιφρουρείται. Και αυτή η παραδοχή είναι αναγκαία, για να μεταβληθεί η έννοια της «κοινωνίας» ως έννοιας πολλές φορές τεχνητής, και στατικής, σε έννοια «ζωντανή» και δυναμική, την έννοια της «πολιτικής κοινωνίας». Μόνο με τη συμμετοχή του πολίτη, στη «πολιτική κοινωνία», και άρα τη μετατροπή του από «κοινωνικό άνθρωπο», σε «πολιτικό όν», υλοποιείται ο ύψιστος στόχος ενός κράτους, η προαγωγή της κοινωνικής δικαιοσύνης και του γενικού συμφέροντος. Και αυτό επιτυγχάνεται μόνο με την ύπαρξη των πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, μόνο με την ύπαρξη των θεσμών που επιτρέπουν τη συμμετοχή των πολιτών στη λήψη των αποφάσεων ουσίας, αλλά και την οργάνωση της πολιτικής εξουσίας από τους ίδιους, μόνο με τη κατοχύρωση δικαιωμάτων ομαδοποιητικής δράσης και συλλογικής άσκησης. Και εδώ έγκειται ο ύψιστος ρόλος του θεσμού των πολιτικών κομμάτων σε μια αντιπροσωπευτική δημοκρατία.

Και τα πολιτικά κόμματα, αποτελούν το διαχρονικό θεσμό και τον μόνο δημοκρατικά και κοινωνικά νομιμοποιημένο φορέα συμμετοχής στην άσκηση της κρατικής εξουσίας. Αποτελούν τον διαμεσολαβητή ανάμεσα στη πολιτική κοινωνία και την «κοινωνία των πολιτών».

Ωστόσο, δεν μπορούν να λειτουργήσουν, τα πολιτικά κόμματα, δίχως την ελευθερία των «ενώσεων» , δίχως την θεσμική εγγύηση της ομαδοποιητικής δράσης των πολιτών. Και αυτό επετεύχθη με την κατοχύρωση της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι και του συνέρχεσθαι .Και ειδικά όσον αφορά την πρώτη, ο πολιτικός φιλελευθερισμός είχε ταυτιστεί με τον πολιτικό αυταρχισμό του προεπαναστατικού καθεστώτος(ancient regime) καθώς με την επικράτηση του εξισωτικού και απόλυτου ριζοσπαστισμού του Ρουσσώ, οι πολιτικές ενώσεις θεωρούνταν μη αποδεκτός παρεμβολέας ανάμεσα στην άσκηση της εξουσίας και την ανόθευτη λαϊκή βούληση. Με την ίδια δυσπιστία μάλιστα αντιμετώπιζε ο συνταγματικός νομοθέτης μέχρι και το σύνταγμα του 1864 τις πολιτικές ενώσεις, έτσι ώστε αυτές να προβλεφθούν ρητά μόλις το 1911 χάριν της συμβολής του Ν.Σαρίπολου και του Α.Σβώλου. Με το Σύνταγμα όμως του 1975 όχι μόνο κατοχυρώθηκε η ελευθερία της συνένωσης ως δικαίωμα συλλογικής άσκησης αλλά προβλέφθηκε αυτοτελώς στο άρθρο 29 Σ η ελευθερία ίδρυσης και συμμετοχής πολιτικού κόμματος. Επικράτησαν δηλαδή συνθήκες πολιτικής ελευθερίας ανάμεσα σε πολιτικά ίσα υποκείμενα (η αρχή της ίσης και της αναλογικής ψήφου, δικαίωμα εκλέγειν και εκλέγεσθαι). Αυτό άλλωστε αναδεικνύει την ανυπέρβλητη σημασία του δημοκρατικού πολιτεύματος, το γεγονός δηλαδή ότι είναι το πολίτευμα της πολιτικής ισότητας και ελευθερίας.

3.3. Το «status mixtus» των δικαιωμάτων

Κλείνοντας, αξίζει να σταθούμε στη διαπίστωση του Δ.Τσάτσου, ο οποίος υποστήριζε ότι ο χώρος της ελευθερίας δεν είναι στεγανός έναντι των κοινωνικών και πολιτικών θεσμών. Στη πραγματικότητα, η θεωρία του status mixtus, δέχεται την συναλληλία και την αλληλεξάρτηση πολιτικής εξουσίας και κοινωνίας των πολιτών. Κάθε χώρος ελευθερίας, είτε εσωτερικής, είτε πολιτικής, είτε ενεργούς, διασφαλίζει την κοινωνική αποστολή του κράτους και προάγει τον υπαρξιακό του προορισμό. Και για τη πραγματοποίηση του προορισμού αυτού, είναι αναγκαία η σύμπραξη των πολιτών. Και ο ρόλος του πολίτη, σε μια πολυμορφική και πολύπλοκη κοινωνία, γίνεται όλο και συνθετότερος , όλο και πιο απαιτητικός. Έτσι ώστε, τελικά η τυπολογία του Jellinek και η διάκριση των δικαιωμάτων σε ατομικά-κοινωνικά-πολιτικά, να γίνεται όλο και πιο δυσδιάκριτη, καθώς κάθε σφαίρα ελευθερίας του ατόμου βρίσκεται σε αλληλουχία με τις υπόλοιπες σφαίρες, έτσι ώστε να δημιουργείται μια νέα έννοια ελευθερίας, όπου το αμυντικό , το θετικό, το πολιτικό και κυρίως το συμμετοχικό στοιχείο, να συνδέονται άρρηκτα αναμεταξύ τους.

  1. Η συμβολή των προοδευτικών δυνάμεων στο συντακτικό έργο της Ε’Αναθεωρητικής Βουλής και το σοσιαλδημοκρατικής προελεύσεως άρθρο 106 Σ

Όπως προαναφέραμε, η μετάβαση στη δημοκρατία, υπήρξε στη πραγματικότητα η απελευθέρωση όλων των ιδεολογικο-πολιτικών δυνάμεων που είχαν εκτοπισθεί, εξοστρακισθεί ή εξοβελισθεί στη περίοδο του Μεσοπολέμου. Και αυτές οι δυνάμεις, υπήρξαν οι κατεξοχήν προοδευτικές, οι δυνάμεις του κοινωνικού μεταρρυθμισμού, του δημοκρατικού σοσιαλισμού και της σοσιαλδημοκρατίας. Ωστόσο, η κοινοβουλευτική και πολιτική τους δύναμη δεν υπήρξε τέτοια, ώστε να εισαχθούν στο Σύνταγμα, θεσμοί αμιγούς σοσιαλιστικής προέλευσης (όπως οι αμεσοδημοκρατικοί), όπως συνέβη σε αντίστοιχα Συντάγματα του Μεσοπολέμου, όπως της Ιταλίας του 1947.

Ωστόσο, «οι σοσιαλιστικές πολιτικές δυνάμεις της χώρας όλου του αριστερού φάσματος, οι οποίες παρά τους απηνείς, συνεχείς, και μακροχρόνιους διωγμούς, είχαν και έχουν σταθερούν παρουσία, συνέβαλαν στην ανάπτυξη της κοινής αντίληψης της δημοκρατίας, του κοινωνικού κράτους δικαίου, και της κοινωνικής πολιτικής.»

Άρθρο καθαρά σοσιαλδημοκρατικής εμπνεύσεως, υπήρξε το άρθρο 106 Σ, και συγκεκριμένα η παρ.1 του οποίου προβλέπει το προγραμματισμό και το συντονισμό από το κράτος της οικονομίας, ενώ οι παρ.3-6 επιτρέπουν την υπό όρους “εθνικοποίηση” επιχειρήσεων, εφ’όσον αυτές έχουν χαρακτήρα μονοπωλίου ή ζωτική σημασία για την αξιοποίηση πηγών εθνικού πλούτου. Αυτή ήταν άλλωστε και η κυρίαρχη θέση των σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων που κατίσχυσαν έπειτα, ο κοινωνικοοικονομικά ανοιχτός χαρακτήρας του Συντάγματος και ο συνδυασμός του πολιτικού και συνταγματικού φιλελευθερισμού με τον οικονομικό φιλελευθερισμό.

  1. Το «αβέβαιο» σήμερα του Συντάγματος και η διάσπαση της πολιτικής εξουσίας

Το Σύνταγμα του 1975 αδιαμφισβήτητα συνέβαλε στην πιο ομαλή και σταθερή πολιτειακή, κοινοβουλευτική και συνταγματική περίοδο, που γνώρισε ποτέ η χώρα μας. Ο χαρακτηρισμός του Συντάγματος του 1975 , ως «συνταγματικού κεκτημένου» έγκειται στο ότι από τη μια αποτέλεσε πρότυπο Συντάγματος, καθώς οι μετέπειτα αναθεωρήσεις του 1986, 2001 (και η «άγονη» αναθεώρηση του 2008» ) επανεπιβεβαίωσαν τις κατακτήσεις της πρώτης περιόδου ισχύος του Συντάγματος, εκσυγχρονίζοντας ωστόσο τη «ταυτότητα» του- από την άλλη επιβεβαίωσε πανηγυρικά την επανεισαγωγή της χώρας μας στον «σκληρό πυρήνα» της Ευρώπης. Το Σ 1975 καθορίζοντας τις σχέσεις της ελληνικής δημοκρατίας με τα υπόλοιπα κράτη , αλλά και τους διεθνούς οργανισμούς και αποδεχόμενο την αρχή υπεροχής του «διεθνούς δικαίο», στην πραγματικότητα και με την είσοδο μας στην ΕΟΚ, κατέστησε το ελληνικό δίκαιο, μέρους του ουσιαστικού ευρωπαϊκού συνταγματικού δικαίου, εισχωρώντας στην ευρωπαϊκή δημόσια τάξη δικαιωμάτων του ανθρώπου (βλ. και κύρωση ΕΣΔΑ).

Μεταβαίνοντας, όμως στο σήμερα, διαπιστώνουμε ότι οι βασικές αυτές κατακτήσεις αμφισβητούνται, οι θεμέλιοι λίθοι του πολιτεύματος εκθεμελιώνονται βάναυσα, οι βασικές συνταγματικές αρχές από-νομιμοποιούνται. Ο γραφών εισάγει το νεολογισμό της «τριαδικής» κρίσης, θεωρώντας πως με αυτό τον τρόπο, ο ίδιος καθίσταται ευεξήγητος και ο αναγνώστης μπορεί να αντιληφθεί την ύπαρξη τριών κρίσεων που συμπλέκονται και αλληλο-τροφοδοτούνται .

5.1 Η πολιτειακή κρίση

Η πρώτη αφορά το φαινόμενο της απο- νομιμοποίησης των θεσμών της αντιπροσωπευτικής/συνταγματικής δημοκρατίας. Το φαινόμενο αυτό, εμφανίζεται συνήθως σε εκείνες τις συνταγματικές τάξεις που εντοπίζεται προφανής διαφορά ανάμεσα στο Σύνταγμα και τη συνταγματική πραγματικότητα. Αυτό μπορεί για παράδειγμα να σημαίνει μια αδέσμευτη, αρρύθμιστη και χωρίς νομικούς περιορισμούς συμμετοχή των πολιτών στη διαμόρφωση όχι μόνο της λαϊκής βούλησης αλλά και στο συγκαθορισμό της πολιτειακής/ κρατικής πρακτικής, μέσω της υποκατάστασης των συνταγματικά αναγνωρισμένων οργάνων της διοίκησης.

Αυτό φυσικά συμβαίνει σε συνταγματικά κράτη, στα οποία η κανονιστική ισχύς του Συντάγματος είναι περιορισμένη. Σε εκείνα δηλαδή που το συνταγματικό φαινόμενο δεν είναι τυπικό και αυστηρό, και έτσι δεν θεωρείται αυτονόητη ή συνταγματικά κατοχυρωμένη η υπεροχή του Συντάγματος έναντι του τυπικού νόμου. Στη προκειμένη περίπτωση όμως η κρίση νομιμοποίησης των θεσμών δεν παράγεται από το ίδιο το Σύνταγμα, αλλά προέρχεται από την κατάλυση και την περιφρόνηση των θεσμών που προβλέπονται στο Σύνταγμα.

5.2. Η κοινωνική-πολιτική κρίση

Η δεύτερη αφορά τον πυρήνα της κοινωνικής σχέσης κομμάτων- πολιτών, η οποία στην πραγματικότητα αφορά την σχέση κράτους - πολιτών. Το κόμμα λειτουργεί όπως προαναφέραμε ως θεσμός πολιτικής αλλά και ως θεσμός κοινωνικής αντιπροσώπευσης. Δηλαδή το κόμμα ως μορφή πολιτικής οργάνωσης στηριζόμενης στις κοινές ιδεολογικές καταβολές των αποτελούντων αυτό, εξυπηρετεί την πολιτική εκπροσώπηση της κοινωνίας των πολιτών με τη συμμετοχή του στην άσκηση της κρατικής εξουσίας. Αυτή η κοινωνική ισορροπία ανάμεσα στην κοινωνία των πολιτών και την πολιτική κοινωνία, μετατρέπεται σε θεσμική ισορροπία ανάμεσα στο κράτος και την κοινωνία των πολιτών που βρίσκεται στη βάση κάθε αντιπροσωπευτικής/ συνταγματικής δημοκρατίας. Η διατάραξη επομένως αυτής της ισορροπίας είναι η δεύτερη παράμετρος για να διαπιστώσουμε, αφενός ότι τα εκτεθέντα φαινόμενα που φαίνεται να επαναλαμβάνονται συνεχώς, να καθίστανται δηλαδή μόνιμα χαρακτηριστικά του πολιτικού συστήματος, συγκροτούν μια κρίση της πολιτικής και αφετέρου η απομάκρυνση της κοινωνίας των πολιτών από τη πολιτική φανερώνει ένα αίσθημα υπο-αντιπροσώπευσης που εντείνεται από τη πεποίθηση του εκλογικού σώματος ότι η επιρροή του στην άσκηση της κρατικής πολιτικής έχει υποχωρήσει.

Αυτή η πολιτική κρίση, με όποια εκδοχή της και αν εκδηλώνεται, είτε δηλαδή ως κρίση νομιμοποίησης των θεσμών συμμετοχής, είτε ως πολιτική υπο-αντιπροσώπευση επηρεάζει όλες τις θεσμικές ισορροπίες της συμμετοχικής/αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, όλους τους δημοκρατικούς θεσμούς αντιπροσώπευσης ή ελέγχου, όπως τα θεσμικά αντίβαρα, επηρεάζει τη δημοκρατία στο σύνολο της. Ακριβώς επειδή τα κόμματα αποτελούν θεμελιώδη θεσμική εγγύηση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, η διάγνωση της δική τους κρίσης, σημαίνει και διάγνωση των διαρθρωτικών, αξιακών, δομικών προβλημάτων της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.

5.3. Η συνταγματική κρίση – και το φαινόμενο υπερέκθεσης των δικαστών

H τρίτη κρίση, ίσως είναι και η κρισιμότερη, καθώς αμφισβητούνται οι βασικές παραδοχές όχι μόνο του πολιτεύματος, αλλά και τόσο της ύπαρξης , όσο και της τήρησης του συντάγματος. Η πρώτη επιμέρους κρίση, αφορά την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και το ρόλο των δικαστών.

Μέχρι προσφάτως ειδικώς στη χώρα μας παρά τα συχνά και διαρκή φαινόμενα διαφθοράς και τις προσπάθειες των κυβερνώντων να καταλύσουν την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, οι ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί και σύσσωμος ο κλάδος, παρέμενε ακέραιος , ανεπηρέαστος και αφοσιώνονταν απρόσκοπτα στο ανώτατο θεσμικό τους καθήκον και χρέος, που σίγουρα δεν είναι το να αφουγκράζονται την κοινωνία, αλλά να μεριμνούν για την τήρηση της νομιμότητας, τη διαφύλαξη της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, και να απονέμουν καθολικά και απερίφραστα δικαιοσύνη.

Η σημερινή θεσμική νομοταξία, έχει καταστήσει τη Δικαιοσύνη, και συνακόλουθα του λειτουργούς της, από απρόσωπη και πολιτικά άχρωμη, σε εξατομικευμένη, προσωπική και αμέσως συνδεόμενη με τη πολιτική πραγματικότητα.

Στο παρελθόν, ένας δικαστικός λειτουργός, μπορούσε να χειραγωγηθεί ή να εκβιαστεί ή να επηρεαστεί, είτε μέσω σκοτεινών διαύλων με την εκτελεστική εξουσία , είτε εξαιτίας των ιδεολογικών του πεποιθήσεων. Τα φαινόμενα εξωθεσμικής πίεσης και ευθείας επέμβασης υπήρξαν ελάχιστα.

Σήμερα τα φαινόμενα αυτά όχι μόνο έχουν οξυνθεί, αλλά αποτελούν και τη συνήθη πρακτική της κυβερνώσας πλειοψηφίας, να καταστήσει τη Δικαιοσύνη όμηρο τετελεσμένων γεγονότων.

5.3.1 Η συνταγματική κρίση- και η διάσπαση της πολιτικής εξουσίας

Η πρώτη κρίση όπως είδαμε, η πολιτειακή αφορά τη σχέση Συντάγματος και συνταγματικής πραγματικότητας, με άλλα λόγια τη λειτουργία της κοινωνίας των πολιτών εντός της συνταγματικής τάξης. Ή με αυστηρότερους όρους, την αυτό-οριοθέτηση της λαϊκής κυριαρχίας, εντός μιας πολιτικής κοινωνίας. Τη μετάβαση από τη φυσική κοινωνία, στη πολιτική κοινωνία . Τη μεταφορά από τη φυσική εξουσία (φυσικό δίκαιο), στη δημόσια εξουσία και τη δημιουργία του κράτους (θετικό δίκαιο).

Η δεύτερη κρίση, αφορά τη σχέση της πολιτικής κοινωνίας με τη κοινωνία των πολιτών. Ή με άλλα λόγια της συντεταγμένης πολιτείας και της συντακτικής εξουσίας. Τη σχέση ανάμεσα στον εξουσιαστή και τον εξουσιαζόμενο ( η τέλεια δομική ισορροπία, ο ιδανικός διαχωρισμός των εξουσιών, στην αρχή και τον υποταγμένο κατά τον Hobbs).

Έτσι η τελευταία κρίση, αφορά αφενός τη σχέση των εξουσιών μεταξύ τους και κυρίως τη σχέση εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας, και αφετέρου τη σχέση του ενσαρκωτή (και όχι του εμψυχωτή κατά τους στωικούς) της λαϊκής βούλησης, δηλαδή του νομικού προσώπου του κράτους και του Συντάγματος.

Σε αυτή τη τελευταία αξίζει να σταθούμε και περισσότερο καθώς μόνο μέσα από την εξέταση της αναδεικνύεται ο εγγυητικός ρόλος του Συντάγματος. Και ο εγγυητικός ρόλος του Συντάγματος, δεν έγκειται τόσο στην κατοχύρωση των δικαιωμάτων, όσο στην προστασία και τη διατήρηση τους. Με ποιο τρόπο θα εγγυούνταν το Σύνταγμα τη διαφύλαξη και τη προάσπιση των ατομικών ελευθεριών, χωρίς να προβλέπει το ίδιο μηχανισμούς ελέγχου του νομοθέτη όπως η τήρηση «των περιορισμών ενός περιορισμού»- χωρίς, να θεσπίζει εκείνο το σύστημα ελέγχoυ που θα περιφρουρεί διαρκώς τη νομιμότητα , όπως ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων- χωρίς, να θέτει φραγμούς στην εξουσία του κράτους και του νομοθέτη ;

Αυτή είναι η πρώτη εκδήλωση του εγγυητικού ρόλου του Συντάγματος, η οριοθέτηση της κρατικής εξουσίας. Ωστόσο, πριν οριοθετηθεί αυτή η εξουσία , τυποποιείται. Τυποποιούνται δηλαδή αφενός οι εξουσιαστικές σχέσεις και αφετέρου το εξουσιαστικό φαινόμενο στο σύνολο του. Έτσι ο εξουσιαστής δεν επικαλείται δικαίωμα αλλά ασκεί αρμοδιότητα, δηλαδή λειτουργικό δικαίωμα, τυποποιημένη δύναμη.

Η πολιτική εξουσία δηλαδή στο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, οργανώνεται και ασκείται από αυτόν που «κρατεί», από αυτόν που «άρχει». Δηλαδή από το κράτος, το κράτος όμως ως έναν συμπαγή , συγκεντρωτικό μηχανισμό. Αυτή την έννοια έχει το «κρατικό imperium», την έννοια της προνομίας της εξουσίας. Αυτή είναι η δεύτερη εκδήλωση του εγγυητικού ρόλου του Συντάγματος, η οργάνωση της πολιτικής εξουσίας, η οποία ασκείται ενιαία.

Ωστόσο, σήμερα η πολιτική εξουσία διασπάται, με αποτέλεσμα τη μετάβαση από το μονοκεντρικό σύστημα λήψης αποφάσεων, δηλαδή το κράτος, στο πολυκεντρικό σύστημα λήψης αποφάσεων, που απαρτίζεται από διεθνείς οργανισμούς, οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης, ιδιωτικούς φορείς. Το κράτος δηλαδή απολύει ή εκχωρεί βίαια το προνόμιο, καθορισμού όχι μόνο του τρόπου άσκησης της εξουσίας, αλλά και της λήψης αποφάσεων. Γιατί η κρατική κυριαρχία δεν τοποθετείται μόνο στα ζητήματα άμυνας και εξωτερικής πολιτικής, αλλά εκτείνεται σε όλο το φάσμα των θεσμών , έτσι ώστε η πεμπτουσία της κρατικής κυριαρχίας να είναι η θεσμική κυριαρχία. Και θεσμική κυριαρχία, σημαίνει εύρυθμη λειτουργία του κοινοβουλίου, ανεπηρέαστη δικαιοσύνη, κοινωνικές παροχές. Και ειδικά οι τελευταίες τείνουν να καταργηθούν ολοσχερώς, στο βωμό της επικράτησης του νεοφιλελεύθερου δόγματος faire-faire. Laissez faire του κοινωνικού κράτους, στο faire-faire της αυτό-ρύθμισης του συστήματος.

Το ανυπέρβατο όμως πρόβλημα, είναι ποιος ασκεί έλεγχο επί όλων αυτών των αποφάσεων, καθώς το Σύνταγμα, έχει ως εγγενή όρια ισχύος , τα όρια της εδαφικής επικράτειας του κράτους. Και ενώ βασικό στοιχείο του κράτους, είναι το έδαφος, βασικό στοιχείο του Συντάγματος δεν είναι το κράτος. Πως λοιπόν θα αντιμετωπιστεί η εδαφική «διατρητότητα» , που οδηγεί στον κατακερματισμό της πολιτικής εξουσίας. Ποιος είναι εγγυητής της νομικής ασφάλειας; Μια υπερκρατική αρχή, ένα υπερεθνικό Σύνταγμα, ένας υπερ-εθνικός νομοθέτης, ή ένα μετα-κρατικό πολιτικό μόρφωμα;

Το δίλημμα λοιπόν που τίθεται με αφορμή και τη γενέθλιο ημέρα της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, είναι αν επικρατούν οι συνθήκες για τη μετάβαση από τον εγχώριο συνταγματισμό, ως ταυτόσημο της ύπαρξης του κράτους, στον πολύ-επίπεδο συνταγματισμό ως βάση δημιουργίας, μιας νέας συνταγματικής τάξης, της ευρωπαϊκής συνταγματικής τάξης. Αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της συγκρότησης μια ευρωπαϊκής ταυτότητας, που θα σηματοδοτήσει τη διπλή φύση των πολιτών, ως πολιτών όχι μόνο ενός κράτους, αλλά μιας υπερεθνικής οντότητας. Το αντιθετικό σκέλος του διλήμματος, δεν αφορά τόσο τις συνθήκες, αλλά το ρόλο του Συντάγματος και το ρόλο του κράτους. Είναι τελικά το Σύνταγμα , απλά ένα μέσο επίτευξης μιας τεχνητής «ενότητας» ή πράγματι αντανακλά της κοινωνικο-οικονομικές και ιδεολογικό-πολιτικές ιδιομορφίες και ιδιαιτερότητες κάθε κοινωνίας ; Ή αντιθέτως είναι κάτι απόλυτα αμετάβλητο που δεν επηρεάζει και δεν επηρεάζεται; Είναι δηλαδή απλά ένα εποικοδόμημα , όπως διατύπωνε η στροκτουραλιστική θεωρία; Έχει με άλλα λόγια εγκλωβιστεί το Σύνταγμα, σε έναν αστερισμό ανομιμοποίητων θεσμών και «παρα-συνταγμάτων»;


 Ενδεικτική Βιβλιογραφία:

  1. Οι «μεταμορφώσεις» του Συντάγματος και το status mixtus, Νέδα Αθ. Κανελλοπούλου-Μαλούχου, Επίκουρη Καθηγήτρια Συγκριτικού Δημοσίου Δικαίου, Γενικό Τμήμα Δικαίου, Πάντειο Πανεπιστήμιο, www.constitutionalism.gr
  2. Η μετάβαση στη Δημοκρατία και το Σύνταγμα του 1975, Γιώργος Κασιμάτης, www.constitutionalism.gr
  3. Ν.Αλιβιζάτος, Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη νεοελληνική ιστορία και του ιδίου, Πραγματιστές, Δημαγωγοί και Ονειροπόλοι,
  4. ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΕΓΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ, ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΣ Ν.
  5. Κοινοβουλευτικό ή Προεδρικό σύστημα διακυβέρνησης; Σκέψεις για τις θεωρητικές βάσεις και την πολιτική σημασία ενός κλασικού διλήμματος, Ευάγγελος Βενιζέλος 

* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι:  Louis S. Glanzman (1922-2013), Signing of the Constitution

Μουρτοπάλλας, Κωνσταντίνος

Ο Κωνσταντίνος Γεώργιος Μουρτοπάλλας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1996. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στο ιδιωτικό εκπαιδευτήριο Ι.Μ Παναγιωτόπουλος. Είναι φοιτητής Νομικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και μέλος των PES Activists της Κομοτηνής