Ο Παναγιώτης Ασημακόπουλος εξετάζει την «οικονομική πολιτική και προοπτικές της Ελληνική Οικονομίας» εκτιμώντας ότι τα «τα πράγματα είναι πιο σύνθετα από όσο νομίζουμε». Ο συγγραφέας εκτιμά ότι «ακόμα και αν η Ελληνική κυβέρνηση αποφάσιζε να μειώσει τους φόρους είναι αρκετά απίθανο ότι η ζήτηση για κατανάλωση και επενδύσεις θα αυξανόταν» και σημειώνει πως «οι τιμές στην Ελλάδα είναι ακόμα αρκετά υψηλές, κυρίως λόγω χαμηλού ανταγωνισμού στις αγορές» ενώ τονίζει την ανάγκη για «ένα πιο απλό και δίκαιο φορολογικό σύστημα, όπου οι φορολογούμενοι δεν θα μπορούν εύκολα να εκμεταλλευτούν τα διάφορα παραθυράκια»

Ο Γιάννης Λίτινας παρουσιάζει την κατάσταση σήμερα σε όλους τους τομείς ( παιδεία, δικαιοσύνη, υγεία, οικονομία, επιχειρηματικότητα, αθλητισμό, εξωτερική πολιτική) εκτιμώντας ότι «σε κάθε επίπεδο, σε κάθε έκφανση της καθημερινότητας, σε κάθε επίπεδο ζωής, η χώρα υποχωρεί, υποβαθμίζεται» και σημειώνει πως «οι σημερινοί κυβερνώντες ωθούν στην αποδοχή της καθίζησης μέσα από τον τρόπο που επιλέγουν να κυβερνούν, να διαπραγματεύονται, να προτείνουν και να δρουν». Ο συγγραφέας υποστηρίζει πως είναι άμεσα απαιτητό ένα νέο σχέδιο για τη χώρα: «μια νέα πρόταση που θα δίνει τις προϋποθέσεις εκείνες στη χώρα να αρχίσει να ανεβάζει ξανά τον πήχη των προσδοκιών των πολιτών»

Ο Νίκος Γκιώνης βασιζόμενος σε δύο αποσπάσματα από το συλλογικό έργο « Η Ελλάδα 1936-1949», όπου η Ελλάδα περιγράφεται ως «μια χώρα πλήρως αναποτελεσματική» και όπου «όλα γίνονται χωρίς πρόγραμμα και όπου το κοινό συμφέρον δεν υπολογίζεται», συμπεραίνει ότι «αυτό που ονομάζουμε παθογένεια του συνολικού υπαρξιακού ιστού της χώρας, είναι σχεδόν απαράλλαχτο για δεκαετίες- συμπυκνώνεται, τότε και τώρα, σε έναν διαρκώς εξαπλούμενο και αυτοτροφοδοτούμενο γενικευμένο παρασιτισμό». Ο συγγραφέας συμπληρώνει πως υπάρχει «μια δεύτερη ζωή της Ελλάδας, υγιής αλλά κρυμμένη, δημιουργική αλλά σεμνή τόσο που σχεδόν να μην φαίνεται σε αντίθεση με την παθογενή και επηρμένη άλλη Ελλάδα του φαίνεσθαι»

Ο καθηγητής κ. Ιωακειμίδης θέτει το θέμα του «τι Ευρώπη θέλουμε» εκτιμώντας ότι «η Ευρωπαϊκή Ένωση που έχουμε σήμερα είναι θεσμικά, πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά ατελής». Ο συγγραφέας προτείνει την ανάληψη δράσης σε οκτώ επίπεδα: Ολοκλήρωση της ΟΝΕ, Προώθηση της Κοινωνικής Ευρώπης, Ανάπτυξη του διεθνούς ρόλου της ΕΕ, Διαμόρφωση ολοκληρωμένης πολιτικής για τη μετανάστευση, Οικοδόμηση της Ενεργειακής Ένωσης, Προώθηση της διεύρυνσης της Ένωσης, Προώθηση της Πολιτικής Ένωσης ομοσπονδιακής λογικής, Επαναπροσδιορισμός του Ευρωπαϊκού Σχεδίου. «Η οικοδόμηση της δημοκρατικής Πολιτικής Ένωσης ομοσπονδιακού περιεχομένου συνιστά κεντρικό μέρος του κεντροαριστερού πολιτικού σχεδιασμού.» σημειώνει ο συγγραφέας.

O Νίκος Ορφανός με αφορμή τα γεγονότα γύρω από τον Γιαν Φαμπρ, παραθέτει τα λάθη του υπουργού πολιτισμού που οδήγησαν σε μια τέτοια επιλογή και κατακραυγή και εκτιμώντας ότι «το ζητούμενο είναι το πλαίσιο που θωρακίζει το θεσμό, που προστατεύει το θεσμό από την αυθαιρεσία και του ίδιου του διευθυντή, αλλά και του αρμόδιου υπουργού» προτείνει συγκεκριμένες πρωτοβουλίες. «Το φεστιβάλ δεν ανήκει σε κανέναν μας», τονίζει ο συγγραφέας, «διαχειριστές και κοινωνοί του είμαστε και οφείλουμε να προφυλάξουμε και να βελτιώσουμε αυτόν τον ιστορικό θεσμό». «Το μέλλον του Φεστιβάλ είναι τώρα και δε μπορεί άλλο να μας περιμένει» συμπληρώνει.

Ο Χρήστος Μυτιλινιός θέτει το θέμα του λαϊκισμού, εξηγώντας πως οι εχθροί της χώρας μας δεν είναι οι ξένοι αλλά ο λαϊκισμός και ζητάει να γίνει επιτέλους «η επανάσταση του αυτονόητου». Ο συγγραφέας εξηγεί πως «οι Έλληνες, αρεσκόμεθα σε κριτικές διάφορες, προσαρτόμαστε σε ψεύδη, λατρεύουμε την ωραιοπάθεια, σιχαινόμαστε την αλήθεια» και ως εκ τούτου «όσοι κυβέρνησαν, στηρίχθηκαν στο λαϊκισμό. Όσοι δεν λαΐκισαν, μπήκαν αυτόματα στο περιθώριο». Ο Χρ. Μυτιλινιός προτείνει οκτώ μεταρρυθμίσεις που «που αν υλοποιηθούν, θα θέσουν γερές βάσεις για να μπορέσει η χώρα να απεγκλωβιστεί από το αδιέξοδο στο οποίο σύρθηκε».