Παρασκευή, 30 Μαρ 2018

Για τις Ιταλικές εκλογές και τον πολιτικό-ιδεολογικό λόγο της Ιταλικής ‘Λέγκας του Βορρά’

αρθρο του:

Oι Ιταλικές βουλευτικές εκλογές της περασμένης Κυριακής και κύρια το αποτέλεσμα τους, ανέδειξαν στην επιφάνεια και επισφράγισαν βαθιές κοινωνικές και πολιτικές μετατοπίσεις[1], όπως εκφράστηκαν στο ποσοστό που συγκέντρωσαν τα κύρια πολιτικά κόμματα[2] της χώρας. Kαι είναι οι ευρύτερες κοινωνικές κινήσεις που προσιδιάζουν προς την κατεύθυνση μεταβολής των όρων πολιτικής αντιπροσώπευσης και συνάρθρωσης κοινωνικών συμφερόντων..

Στη συγκεκριμένη εκλογική αναμέτρηση, το κίνημα των 'Πέντε Αστέρων' του Μπέπε Γκρίλο, λαμβάνοντας το 32,6% των ψήφων, αναδείχθηκε πρώτο κόμμα, ανα-προσδιορίζοντας κυριαρχικά, την κοινωνική και πολιτική του ισχυροποίηση, και, εγγράφοντας στο εσωτερικό του, στις πρακτικές και στον πολιτικό-ιδεολογικό του λόγο τις 'στρατηγικές απόρριψης' των 'διεφθαρμένων' πολιτικών δυνάμεων της οικονομικής κρίσης, συγκεκριμενοποιώντας την δεσπόζουσα ενός 'αντι-συστημικού ακτιβισμού', ο οποίος, ανα-τροφοδοτείται, αφενός μεν από τις παραστάσεις-αναπαραστάσεις της πολιτικής αμεσότητας, του 'αυθόρμητου' & του 'μη-καθωσπρεπισμού'[3] (βλέπε την λογοθετικότητα του Μπέπε Γκρίλο), αφετέρου τροφοδοτείται από τις όψεις της κοινωνικής δυσαρέσκειας για την ευρύτητα των εφαρμοζόμενων πολιτικών με την μορφή που διαμεσολαβήθηκαν την τελευταία περίοδο στην Ιταλία.

Στην εκλογική αναμέτρηση της Κυριακής, την τρίτη θέση κατέλαβε το κόμμα 'Λέγκα του Βορρά', μία ισχυροποίηση η οποία αντανακλά και αποκρυσταλλώνει, συμβολικά όσο και πολιτικά, την διόλου μηχανιστική κοινωνική γείωση του κόμματος που ενέχει ως σταθερό σημείο αναφοράς την Βόρειο Ιταλία, που εγγράφει στην πολιτική-ιδεολογική του περιεχομενικότητα την διαιρετική, βαθιά κοινωνική τομή μεταξύ Βορρά-Νότου για να την διαμεσολαβήσει και να την αντιστρέψει σύνθετα και πολιτικά, στην μεταιχμιακότητα της εκλογικής αναμέτρησης, προβάλλοντας όχι μόνο το υπόδειγμα 'Πρώτα οι Ιταλοί', αλλά και την εκτατικότητα της πολιτικής-κυβερνητικής 'ενοχής':[4] ποιος και ποιοι ευθύνονται για την σημερινή κατάσταση της Ιταλίας;'.

Σε μια κατάσταση κρίσης της κομματικής αντιπροσώπευσης, οι πολιτικές συσσωματώσεις 'outsider', εκφράζουν τους όρους μίας 'νέας λαϊκότητας'.

Το κόμμα της 'Λέγκας του Βορρά', έλαβε στις εκλογές το 17,4% των ψήφων, καταλαμβάνοντας την τρίτη θέση[5] και υποσκελίζοντας το κόμμα της 'Φόρτσα Ιτάλια' του πρώην πρωθυπουργού Σίλβιο Μπερλουσκόνι, μία πολιτική πραγματικότητα που πλέον οριοθετείται και από μία 'Λέγκα' που, συγκροτώντας μία περισσότερο διευρυμένη κοινωνική συμμαχία, υπερβαίνει αυτό που θα αποκαλούσαμε ως ιδιαίτερη πολιτική 'αφιλία' της 'Φόρτσα Ιταλία', ήτοι την αδυναμία έκφρασης μίας σημαίνουσας στρατηγικής θέσης απέναντι στα διακυβεύματα που αντιμετωπίζει ο Ιταλικός κεφαλαιοκρατικός κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός, ενέχοντας παράλληλα μία κοινωνική δυναμική χαμηλής φοράς που επι-κοινωνεί με την Μπερλουσκονική ιδεολογική ή ιδεολογικοποιημένη διάθλαση: σε αυτό το πλαίσιο, και εντός του δρώντος κόμματος, ο αρχηγός του 'διαπραγματεύεται' την θέση του κόμματος στο περιβάλλον της πολιτικής 'αγοράς'.

Η 'Λέγκα του Βορρά', μεταξύ ακροδεξιού πολιτικού λόγου, ακροδεξιών αναπαραστάσεων και προβολής[6], μίας, 'αναγεννησιακού' τύπου, 'κάθαρσης, συναρθρώνει δομικά, τον αντι-μεταναστευτικό-αντιπροσφυγικό λόγο με τα χαρακτηριστικά επανεπινόησης της έννοιας της 'εντοπιότητας' η οποία, εκκινώντας από τα 'φετίχ' του Βόρειου 'διαφορισμού τείνει προς τον μεταμορφισμό της προς την κατεύθυνση της αντιστικτικής 'παν-Ιταλικότητας': το σχήμα 'πρώτα οι Ιταλοί', αντιστικτικά δομημένο και 'φορτισμένο', αναπαρήχθη και αναπαράγεται με μέτωπο προς την 'διεισδυτική ξενότητα' καθώς και με μέτωπο προς τα 'επικοινωνούντα δοχεία' των Ιταλικών & των Ευρωπαϊκών ελίτ, την ίδια στιγμή που η λαϊκότητα του, διαμέσου της έννοιας της 'κλοπής', συν-διαλέγεται με τις πλαισιώσεις της δυνητικής κυβερνησιμότητας του.

Ο Pierre Milza, αναφερόμενος στις ιστορικές, πολιτικές-ιδεολογικές ρίζες της 'Λέγκας' επισημαίνει: «Στην αφετηρία της Λέγκας βρίσκουμε, λοιπόν, μια διεκδίκηση τοπικιστική, στο καλούπι της οποίας θα χυθεί ένα περιεχόμενο κοινωνικό με άξονα την κριτική του συγκεντρωτισμού και της «ρωμαϊκής γραφειοκρατίας», με συνέπεια την απόρριψη του συστήματος και του πολιτικού κόσμου που διαχειρίζεται τα δημόσια πράγματα, την καταδίκη μιας φορολογίας που κρίνεται αυθαίρετη και άδικη, την εναντίωση στον Νότο και την ξενοφοβία».[7]

Στα επίδικα των βουλευτικών εκλογών, η «εναντίωση στον Νότο» δύναται να προσλάβει χαρακτηριστικά πολιτικής ανα-κατεύθυνσης προς την πλευρά της 'φορτισμένης παν-Ιταλικότητας', εκεί όπου το κόμμα 'συναντά' τους όρους της 'επανεθνικοποίησης'[8] του και της μετατροπής του σε μείζον πολιτικό 'παίκτη', δια-κρατώντας όμως την ευρύτητα της κοινωνιο-γεωγραφικής, πολιτισμικής τομής μεταξύ Βορρά και Νότου..

Οι αντι-μεταναστευτικές[9] απεικονίσεις νοηματοδοτούνται και από τον άνοιγμα προς την κοινωνικά-ταξικά περιθωριοποιημένη Ιταλία που πλήττεται από τις πολιτικές της αποβιομηχάνισης, από την 'στεγανοποίηση' των πολιτικών και οικονομικών ελίτ που συναινούν στο 'δρεπανηφόρο άρμα' της παγκοσμιοποίησης, από την 'παράδοση' της χώρας σε διεθνή κέντρα, εκεί όπου το σχήμα της 'παν-Ιταλικότητας' τείνει να προσεγγίσει εκφάνσεις μίας 'από τα κάτω' απεύθυνσης, με τον 'αντι-συστημισμό' να διαπλέκεται με το κοινωνικό του βάθος, εναλλασσόμενος με πολιτικές-ιδεολογικές εκφράσεις που δεικνύουν το 'μισητό κατεστημένο' της Ρώμης, η κριτική και η εναντίωση στο οποίο, 'ενώνει'.

Επρόκειτο για την ανά-κληση αυτού που η Βασιλική Γεωργιάδου αναφέρει ως «διακυβέρνηση από ένα καρτέλ των ελίτ»[10], διανθισμένο από τις συνθήκες έκφρασης της εναλλακτικότητας ή της εναλλακτικής λύσης που εκφράζει η ίδια η 'Λέγκα του Βορρά' & αλλά και της Ιταλίας πλέον, εγγράφοντας τις υποθήκες της ανάδυσης των όρων και των προϋποθέσεων για την διαμόρφωση συνθηκών κοινωνικών στοιχίσεων και ταυτίσεων με το κόμμα, με την εννοιολόγηση της πολιτικής-κομματικής 'εγγύτητας' να αναδεικνύεται σε όρο κλειδί για την κατανόηση της κοινωνικής-πολιτικής ανόδου της 'Λέγκας': μία 'εγγύτητα' η οποία διαμορφώνεται στα περιβάλλοντα και στην περιεχομενικότητα των κοινωνικών μετατοπίσεων και της αναδόμησης κοινωνικών συμμαχιών, καθιστώντας το κόμμα έναν από τους μείζονες 'κοινούς τόπους' των Ιταλών, με την 'Λέγκα' να λειτουργεί ως υποδοχέας όχι απλά της κοινωνικής απογοήτευσης και οργής, αλλά της προσδοκίας για την επανεφεύρεση του διαρρηγμένου κοινωνικού ιστού, της προσδοκίας για την άρση της κοινωνικής 'αφωνίας', καθώς και για την συνάρθρωση τρόπων αμυντικής θωράκισης έναντι του 'απάτριδος κατεστημένου' και εμπροσθοβαρούς κίνησης ανατροπής των σημάνσεων της παγκοσμιοποίησης.

Η ακροδεξιά 'Λέγκα' εισέρχεται στην πολιτική σκηνή εμβαπτισμένη στα 'νάματα' της έκφρασης αλληλεγγύης προς τους κοινωνικά 'ξεχασμένους'

Εδραζόμενη στις κοινωνικές συμμαχίες και στα τοπικά δίκτυα αντιπροσώπευσης που έχει συγκροτήσει στο Βορρά της χώρας, αρθρώνοντας την έννοια της άμεσης και δημοψηφισματικής δημοκρατίας ως 'ευδιάκριτης' λύσης απέναντι στις 'ιλουστρασιόν' συμπαιγνίες των ελίτ, 'ενσαρκώνοντας' το 'εμείς' της αναμέτρησης με την ιστορία, επανεπινοώντας τους συμβολισμούς της εντοπιότητας σε μαζική κλίμακα, η 'Λέγκα του Βορρά', πολιτικό 'προϊόν' της ιδιαίτερης 'κινηματοποίησης' της Ιταλικής Δημοκρατίας, στο περιβάλλον των βαθέων μετασχηματισμών, κινείται με όρους πραγμάτωσης μίας υπερ-δεξιάς συμμαχίας, διαβρώνοντας από τα 'έξω' και από 'τα μέσα', δομώντας ένα 'μέγα-είδωλο' εντός του οποίου ο Ιταλός δύναται να δει την 'άλλη' πραγμάτωση του. Η Ιταλική ‘Λέγκα του Βορρά’ του Ματέο Σαλβίνι, προχωρά στη «ζεύξη εθνικο-πολιτισμικών φόβων, κοινωνικο-οικονομικής ανασφάλειας και αντι-κρατισμού»[11], που, σε αυτή την περίπτωση, δύναται να προσλάβει τα χαρακτηριστικά του συγκεντρωτισμού-αντι-συγκεντρωτισμού.[12]

Πολιτικοποιώντας τις ευρύτερες κοινωνικές συνθήκες, η ακροδεξιά 'Λέγκα' εισέρχεται στην πολιτική σκηνή εμβαπτισμένη στα θεωρούμενα 'νάματα' της έκφρασης αλληλεγγύης προς τους κοινωνικά 'πληττόμενους' & 'ξεχασμένους', (ιδιαίτερος 'αριστερός εργατισμός') νομιμοποιεί τις προκείμενες, τις ρατσίζουσες συνδηλώσεις ενός αντι-μεταναστευτικού λόγου[13] που, αναζητεί το ιδανικό υπόδειγμα στη γειτονική Αυστρία και σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, επιτελώντας συνδέσεις κοινωνικών συμφερόντων και δρώντας σε συνθήκες «κατακερματισμού»[14] («fractionalization») του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος της χώρας, εκφράζοντας, τάσεις, από κοινού με το κίνημα των 'Πέντε Αστέρων', ανατροπής και συμπύκνωσης τάσεων που προϋπήρχαν και τώρα μορφοποιούνται στη δυναμική των 'outsider'.

Στο 'έδαφος' μίας «κατάστασης κρίσης της κομματικής αντιπροσώπευσης, με δυο λόγια με μια ρήξη ανάμεσα στις διάφορες τάξεις και την εκπροσώπηση τους»[15], για να παραπέμψουμε στην Πουλαντζική αναλυτική η οποία εφορμάται, στην προκειμένη περίπτωση, από την ανάλυση του Αντόνιο Γκράμσι, δύναται να αναφέρουμε πως τα κόμματα, οι πολιτικές συσσωματώσεις 'outsider', εκφράζουν τους όρους μίας 'νέας λαϊκότητας' (η έννοια της «Λαοκρατίας»[16] όπως την θέτει ο Ίλβο Ντιαμάντι), κινούμενα προς την κατεύθυνση εκ-βολής στο πεδίο του κοινωνικού, διαμέσου της εγγραφής της εγκάρσιας τομής συστημισμός/ριζοσπαστισμός.

Στην Ιταλία, διαμορφώνονται συνθήκες ανάδυσης ενός «ελαστικού δικομματισμού»[17], (Maurice Duverger), στο πλαίσιο του οποίου η 'Λέγκα του Βορρά', διεκδικεί τον χώρο του κεντρικού κομματικού ‘παίκτη’, του διαμορφωτή πολιτικών.

Καθιστάμενη, στη συγκεκριμένη εκλογική αναμέτρηση παν-ιταλικό κόμμα, η 'Λέγκα' ανασημασιοδοτεί τη βαρύτητα των θεσμών της Ιταλικής Δημοκρατίας, σε ένα περιβάλλον που προσδιορίζεται από την αδυναμία ή τη χαμηλή κοινωνική δυναμικότητα[18]  της πολιτικής-θεσμικής Ιταλικής Αριστεράς.

Το κόμμα της 'Λέγκας του Βορρά' 'φορτισμένα' διαμεσολαβεί υπαρκτές κοινωνικές αντιθέσεις, αξιώνοντας την ιδιαίτερη πολιτική-ιδεολογική δια-πάλη εναντίον των ελίτ που 'υπονομεύουν' την έκφραση ή τις εκφράσεις της 'σπαρασσόμενης' λαϊκότητας.

Στο λόγο της σύγχρονης ακροδεξιάς, Ιταλικής και Ευρωπαϊκής, κινηματικής και θεσμικής, η αναγκαιότητα της 'επανάστασης' εναντίον των πολιτικών & οικονομικών ελίτ, ο ιδιότυπος αντι-ελιτίστικος λόγος, καθίσταται προϋπόθεση επανεπινόησης του κομματικού-πολιτικού 'εαυτού'.


[1] Η δομή του κομματικού-πολιτικού συστήματος, με την μορφή ή με τις μορφές που προσέλαβε μετά την ευρύτητα της δικαστικής επιχείρησης ‘Καθαρά Χέρια’ στα μέσα της δεκαετίας του 1990.

[2] Όπως επισημαίνει ο Ξενοφών Κοντιάδης στην μελέτη του για την ιστορία και τους όρους ανα-σύνθεσης της Σοσιαλδημοκρατίας: «Η διαρκής αποδυνάμωση της ικανότητας των πολιτικών κομμάτων, ως βασικών πολιτικών φορέων αντιπροσώπευσης της κοινωνίας, να αντιπροσωπεύσουν τις κοινωνικές δυνάμεις στις οποίες απευθύνονται, δεν υπήρξε μόνον αποτέλεσμα του σταδιακού μετασχηματισμού τους σε κόμματα με άμεση, εξωθεσμική παρέμβαση στον κρατικό μηχανισμό, αλλά και συνέπεια της ανεπάρκειας τους να αρθρώσουν πολιτικό λόγο που να υπερβαίνει μια διαμεσολαβητική-διαχειριστική λογική ως προς τη σχέση κράτους, οικονομίας και κοινωνίας πολιτών». Βλέπε σχετικά, Κοντιάδης Ξενοφών, ‘Η Σοσιαλδημοκρατία σήμερα’, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα, 2017, σελ. 95.

[3] Η ΄αυθάδης ασέβεια’ του κινήματος των ‘Πέντε Αστέρων’ εναντίον του Ιταλικού ‘establishment’ (‘κατεστημένου’), προσλαμβάνει χαρακτηριστικά παραμόρφωσης του πολιτικού λόγου, προσιδιάζοντας σε μορφές και εκφάνσεις μίας ιδιαίτερης συμβολοποίησης: υπό αυτό το πρίσμα, η συγκεκριμένη ‘ασέβεια’, η πολιτική ‘ανιερότητα’, δύναται να συμβολοποιηθεί και να απεικονιστεί στο ‘βγάλσιμο της γλώσσας προς τα έξω’, εκεί όπου μία rock αισθητική αρθρώνεται με τον πολιτικό υποκειμενισμό και με την οντολογία της ‘ακύρωσης’ των σημαινόντων των παραδοσιακών πολιτικών δομών, με τις επάλληλες δικτυώσεις της διαδικτυακής κοινότητας η οποία σχετίζεται με άτυπα πλαίσια δόμησης ‘γεωγραφιών’ δράσης.

[4] Η ‘Λέγκα του Βορρά’ αρθρώνει έναν πολιτικό λόγο περί ηθικολογίας και ανατροπής του μη-ηθικού. Όπως αναφέρει ο Ξενοφών Κοντιάδης: «Όταν ο πολιτικός λόγος πλαισιώνεται από μία ηθικολογική ρητορεία που παρουσιάζει την πολιτική ως εάν να εκτυλίσσεται στον άξονα της ηθικής, ενώ παράλληλα τα φαινόμενα πολιτικής διαφθοράς μονοπωλούν την καθημερινή πολιτική ζωή, αυτή η αντινομία υποσκάπτει την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος και νομιμοποιεί την «βεβήλωση του αβεβήλωτου», (σ.σ: με αναφορά στον όρο του Giorgio Agamben) καθιστώντας την πολιτικό καθήκον». Η «βεβήλωση του αβεβήλωτου» από πλευράς ‘Λέγκας’ λειτουργεί αξιακά, πολιτικά και πρωταρχικά, υπό το πρίσμα της άσκησης ενός ιδιαίτερου πολιτικού ΄καθήκοντος’, μίας άσκησης πάνω στη ‘δραματοποίηση’ της πολιτικής δια-πάλης, μίας ‘λυτρωτικής’ εκπλήρωσης των αιτημάτων των ‘ξεχασμένων’ της παγκοσμιοποίησης. Βλέπε σχετικά, Κοντιάδης Ξενοφών, ‘Η Σοσιαλδημοκρατία σήμερα….ό.π., σελ.125. Το πολιτικά-εξουσιαστικά «αβεβήλωτο» υποσκάπτεται μαχητικά. Παραπέμποντας στον Pierre-Andre Tanguieff, δύναται να αναφέρουμε πως ο λόγος της ‘Λέγκας’ καθίσταται «διδακτικός, καταγγελτικός, ηθικοπλαστικός». Στο ίδιο, σελ. 102.

[5] Την δεύτερη θέση κατέλαβε το κεντροαριστερό Δημοκρατικό κόμμα του πρώην πρωθυπουργού της χώρας, Ματέο Ρέντσι, πολύ πίσω από το ποσοστό που συγκέντρωσε στις προηγούμενες βουλευτικές εκλογές του 2013, προσεγγίζοντας τους όρους μίας ‘βίαιης’ κοινωνικής-πολιτικής απίσχανσης, μείωσης της κοινωνικής του πυκνότητας, και, φέροντας τα στοιχεία μίας ιδιαίτερης συνέχισης της ‘απο-σοσιαλδημοκρατικοποίησης’ της Σοσιαλδημοκρατίας. Οι κοινωνικές αποστοιχίσεις εκφράσεων της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας, επιτελούνται προς όφελος μίας κομματικής-πολιτικής διασποράς δυνάμεων, προς όφελος μίας περιώνυμης ‘αναρχικοποίησης’ κομματικών-πολιτικών συστημάτων σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Το μεταπολεμικό της παρελθόν διεκδικείται από διάφορους κομματικούς φορείς. Το παρόν της Σοσιαλδημοκρατίας, καθίσταται ιδιαίτερα κρίσιμο ή αλλιώς, κρισιακά κρίσιμο.

[6] Η ‘Λέγκα’ ισχυροποιείται κοινωνικά, πολιτικά και ιδεολογικά, εντός και ενός ‘φορτισμένου’ περιβάλλοντος αύξησης της ριζοσπαστικής ρατσιστικής βίας στην Ιταλία, αύξησης της αναπαράστασης της ‘ανοίκειας ξενότητας’.

[7] Βλέπε σχετικά, Milza Pierre, ‘Οι μελανοχίτωνες της Ευρώπης. Η ευρωπαϊκή ακροδεξιά από το 1945 μέχρι σήμερα’, Μετάφραση: Καυκιάς Γιάννης, Επιμέλεια: Βουλέλης Νικόλας, Εκδόσεις Scripta, Αθήνα, 2004, σελ. 471.

[8] Ο αντι-ευρωπαϊσμός του κόμματος προσλαμβάνει τα χαρακτηριστικά της εναντίωσης στη διοικητική και ‘δυσλειτουργική’ γραφειοκρατίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προσεγγίζοντας παράλληλα τις εκφάνσεις ενός πολωμένου ευρω-σκεπτικισμού αντι-ομοσπονδιακής φοράς: σε αυτό το πλαίσιο, η επανίδρυσης της μείζονος ευρωπαϊκής ιδέας θα προέλθει από τα ίδια τα ευρωπαϊκά έθνη τα οποία δύνανται να απορρίψουν τις ‘συγκεντρωτικές’-ομοσπονδιακές λογικές που προωθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε αυτή την περίπτωση, ο ακροδεξιός ευρω-σκεπτικισμός της ‘Λέγκας’ συγκροτείται στη βάση της μείζονος και ταυτοτικής απόρριψης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκότητας των ‘αριθμών’.

[9] Το πολιτικά παράδοξο που σχετίζεται με τον λόγο και τις πρακτικές της ‘Λέγκας του Βορρά’ είναι ότι ο Τόνι Ιγουόμπι, που είναι ο πρώτος έγχρωμος γερουσιαστής που εκλέγεται στην Ιταλία, προέρχεται από τις τάξεις της ‘Λέγκας’, κάτι που δεικνύει όμως, διαμέσου του υποκειμένου, αντίθετα, (εάν εστιάσουμε στον πολιτικό λόγο που εκφέρει ο γερουσιαστής), προς τον άξονα του φορτισμένου αντι-μεταναστευτικού λόγου του κόμματος, λόγος που καθίσταται ‘κτήμα’ του Τόνι Ιγουόμπι. Βλέπε σχετικά, ‘Ο πρώτος Αφρικανός γερουσιαστής της Ιταλίας είναι και ακροδεξιός’, Εφημερίδα ‘Τα Νέα’, 08/03/2018, σελ. 37.

[10] Βλέπε σχετικά, Γεωργιάδου Βασιλική, ‘Η άκρα δεξιά και οι συνέπειες της συναίνεσης/Δανία, Νορβηγία, Ολλανδία, Ελβετία, Αυστρία, Γερμανία’, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2008, σελ. 170. Το κόμμα της ‘Λέγκας του Βορρά’, διαμεσολαβώντας και οξύνοντας τις αντιφάσεις της ‘Φόρτσα Ιτάλια’ και κύρια του κεντροαριστερού Δημοκρατικού κόμματος, ασκεί πίεση στις κοινωνικές τους συμμαχίες, μετατρέποντας την πολιτική-ιδεολογική του φορά σε επιθυμία ριζικής ‘απαγκίστρωσης’ από τον παραδοσιακό πολιτικό-κομματικό ‘εξαρτησιακό λειτουργισμό’.

[11] Αναφέρεται στο: Γεωργιάδου Βασιλική, ‘Η άκρα δεξιά και οι συνέπειες της συναίνεσης…ό.π., σελ. 406. Η συγγραφέας εστιάζει την ανάλυση της στην περίπτωση του ακροδεξιού Ελβετικού Λαϊκού κόμματος.

[12] Είναι χαρακτηριστικό το δημοψήφισμα του περασμένου Οκτωβρίου που διοργανώθηκε από τους περιφερειάρχες των περιφερειών του Ιταλικού Βορρά Λομβαρδίας και Βένετο. Οι δύο περιφερειάρχες, που ανήκουν στη δύναμη της ‘Λέγκας’, κινήθηκαν με άξονα την διοργάνωση δημοψηφίσματος με το ερώτημα της αύξησης των αρμοδιοτήτων των περιφερειών σε ζητήματα όπως η φορολογία, ο πολιτισμός, η παιδεία, η αστική & ποινική δικαιοσύνη, αναφέροντας συνάμα τους ΄φορτισμένους’ όρους ενός αντι-κρατισμού, ενός αντι-συγκεντρωτισμού επικεντρωμένου στην συνθηματολογική πολιτική γλώσσα στόχευσης στο κεντρικό κράτος που ‘υπονομεύει’, ‘διαιρεί’ και θέτει τα πολιτικά πλαίσια της ‘ασφυξίας’. Η εθνικο-τοπικότητα της ‘Λέγκας’ τίθεται ως μείζον διακύβευμα, αρθρώνεται με πολιτικές εκφράσεις ανάκτησης κυριαρχίας που έχει ‘καπηλευθεί’ το κράτος της Ρώμης ή αλλιώς, ο διαφορικός ‘Ρωμαιο-κεντρισμός’. Βλέπε σχετικά, ‘Συμβουλευτικό δημοψήφισμα στον πλούσιο Ιταλικό Βορρά/Διχασμένες οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας’, ‘Newsbeast’, 08/10/2017, https://www.newsbeast.gr/world/arthro/2900721/simvouleftiko-dimopsifisma-ston-plousio-italiko-vorra.

[13] Ο επικεφαλής της ‘Λέγκας’, Ματέο Σαλβίνι, σε προεκλογικές του δηλώσεις, έκανε λόγο για την ‘αναγκαιότητα’ εκδίωξης-απέλασης από την Ιταλία 500.000 προσφύγων και μεταναστών, σημαίνοντας την πολιτική της εναντίωσης στην ετερότητα εντός του πλαισίου-υποδείγματος της Ιταλίας που δεν ‘αντέχει άλλο’, συμπυκνώνοντας τον λόγο της πρακτικής ξενοφοβίας η οποία επι-κοινωνεί με την πολιτική της έξωσης προσφύγων & μεταναστών από την χώρα. Οι πρόσφυγες και οι μετανάστες φέρουν μαζί τους τις όψεις της ‘εισβολής’, της ‘επιβάρυνσης’, του ‘αιματηρού κόστους’ για το κράτος πρόνοιας και τον κρατικό προϋπολογισμό, και της κοινωνιο-πολιτισμικής α-συμβατότητας, την στιγμή όπου στο ‘αντεστραμμένο είδωλο’ της πολιτικής της μεταναστευτικής ‘παραμόρφωσης’ δύναται να αναπαραχθεί και να αποκρυσταλλωθεί το υπόδειγμα ‘Πρώτα οι Ιταλοί’, υπενθυμίζοντας τον περιώνυμο πολιτικό-ιδεολογικό λόγο του ‘Πρώτα η Αμερική’ του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, καθώς και την Τραμπική αισθητική της προσιτής, εθνικής ‘οικειότητας’ ενώπιον των αλληλοσυμπληρούμενων επιβολών. Η αίσθηση της αξιακής ‘κοινής κοινότητας’, της μείζονος εθνικής νόρμας που, παραμένοντας ‘απειλούμενης’, δεν ‘αναπληρώνεται’ (το σύνδρομο της εθνικής δυσαναπλήρωσης)  ανα-πλαισιώνεται. Η ‘διεθνής’ του νεο-συντηρητισμού στην Ευρώπη (Πολωνία, Αυστρία, Ουγγαρία, Ιταλία) επαναπροσδιορίζεται. Βλέπε σχετικά, ‘Αρχηγός Λέγκας του Βορρά: Αν γίνω πρωθυπουργός θα διώξω 500.000 πρόσφυγες από την Ιταλία’, Εφημερίδα ‘Πρώτο Θέμα’, 24/01/2018, http://www.protothema.gr/world/article/753854/arhigos-legas-tou-vorra-an-gino-prothupourgos-tha-dioxo-500000-prosfuges-apo-tin-italia/.

[14] Αναφέρεται στο: Γεωργιάδου Βασιλική, ‘Η άκρα δεξιά και οι συνέπειες της συναίνεσης..ό.π., σελ. 184.

[15] Βλέπε σχετικά, Πουλαντζάς Νίκος, ‘Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις΄, τόμος β’, γ’ έκδοση, Μετάφραση: Χατζηπροδρομίδης Λ., Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα, 1982, σελ. 201.

[16] Βλέπε σχετικά, Ξενάκη Κίττυ, ‘Η ώρα της «λαοκρατίας’, Εφημερίδα ‘Τα Νέα’, 07/03/2018, σελ. 38.

[17] Αναφέρεται στο: Πουλαντζάς Νίκος, ‘Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις…ό.π., σελ. 198.

[18] Στο ευρύτερο ‘παίγνιο’ των ιδεών, η Ιταλική Αριστερά, κινούμενη με όρους αμυντικότητας, δεν δύναται να ανασημάνει αρνητικά τις θέσεις του Ιταλικού ακρο-δεξιού λόγου, ο οποίος, σε εποχές κρίσης, προβάλλει τις εκφάνσεις ενός ιδιαίτερου ‘ορθολογισμού’.


* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο είναι: Caravaggio, The Cardsharps

 

Ανδρονίδης, Σίμος

Ο Σίμος Ανδρονίδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1984. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες. Εκπονεί τη διδακτορική του διατριβή στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα σχετίζονται με τη θεωρία των πολιτικών κομμάτων, τις πολιτικές ιδεολογίες, τα εργατικά συνδικάτα, τη μελέτη του φασισμού-ναζισμού. Είναι μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης, του δικτύου ανάλυσης πολιτικού λόγου, του δικτύου μελέτης των ελληνικών εκλογών και του Greek Politics Specialist Group.