Σάββατο, 14 Απρ 2018

Ο Αρχιτέκτονας του Σουλτάνου

αρθρο του:

Η πρόσφατη δήλωση ακροδεξιού βουλευτή της κυβερνητικής πλειοψηφίας, περί «παράκαμψης της Δικαιοσύνης» και «ανταλλαγής» των οχτώ Τούρκων με τους δύο Έλληνες στρατιωτικούς προκάλεσε, όπως  θα ανέμενε κανείς, έντονες αντιδράσεις. Παρά  τη φαιδρότητα του προσώπου και τη χαρακτηριστική αμεριμνησία με την οποία πραγματοποιήθηκε η δήλωση, η σχετική συζήτηση αναπόφευκτα ξεκίνησε. Είχε προηγηθεί, δύο ημέρες νωρίτερα, η απάντηση του Τούρκου Προέδρου Ερντογάν στις αιτιάσεις της Ευρωπαϊκής ηγεσίας ως προς το θέμα της παρατεταμένης κράτησης  των δύο Ελλήνων, στα πλαίσια της συνόδου της Βάρνας. Η απάντηση έμοιαζε να είναι απολύτως αντίθετη στη δήλωση του Έλληνα βουλευτή. Ο Πρόεδρος της Τουρκίας ισχυρίστηκε πως το ζήτημα πρέπει να αφεθεί στην ευχέρεια των δικαστών και πως ο ίδιος, αν και μεγάλος ηγέτης, δεν είναι μεγαλύτερος από τη Δικαιοσύνη. Βέβαια, η δήλωση αυτή, σχεδόν αθώα στη διατύπωσή της, γίνεται τη στιγμή που στις τουρκικές φυλακές κρατούνται σχεδόν τρεις χιλιάδες δικαστικοί, όλων των βαθμίδων. Παράλληλα, ο ίδιος ο Ταγίπ Ερντογάν επαναλαμβάνει συχνά τον ισχυρισμό ότι ο Έλληνας Πρωθυπουργός του υποσχέθηκε, πράγματι, την παράκαμψη της δικαιοσύνης και την έκδοση των οχτώ Τούρκων αξιωματικών στην Τουρκία. Ο ισχυρισμός αυτός, δεν έχει διαψευσθεί ευθέως από την Κυβέρνηση, παρά τις κατά καιρούς μεγαλόστομες ανακοινώσεις. Η σχετική, λοιπόν, συζήτηση, καθώς και η επιμονή των Μέσων (εσχάτως, και της ελληνικής κυβέρνησης) να αναφέρονται στον Πρόεδρο Ερντογάν ως, κατά φαντασίαν έστω, Σουλτάνο ανακάλεσαν στη μνήμη μου ένα περιστατικό από τις υποσημειώσεις της οθωμανικής Ιστορίας, δηλωτικό νομίζω για τις σχέσεις δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας.

Στα χρόνια που ακολούθησαν την άλωση της Κωνσταντινούπολης, ο Σουλτάνος Μωάμεθ Β’ ο Πορθητής θέλησε να χτίσει ένα τέμενος-σύμβολο της αυτοκρατορικής του ισχύος. Ως τοποθεσία για αυτό το σπουδαίο έργο επιλέχθηκε ο χώρος όπου μέχρι τότε στεγαζόταν ο ναός των Αγίων Αποστόλων. Ο ναός υπήρξε για αιώνες το δεύτερο σημαντικότερο προσκύνημα της Πόλης, μετά την Αγία Σοφία, καθώς και μαυσωλείο των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων και Πατριαρχών. Μετά την άλωση του 1453, αποτέλεσε προσωρινή έδρα του Πατριαρχείου. Όμως, οι καταστροφές που είχαν προκληθεί ήδη από την Τέταρτη Σταυροφορία, καθώς και οι εντάσεις μεταξύ του ελληνικού και οθωμανικού πληθυσμού στην περιοχή, ανάγκασαν τον Πατριάρχη Γεννάδιο να μεταφέρει την έδρα στη Μονή Παμμακάριστου, μετέπειτα τέμενος Fetihye. Ο Σουλτάνος ανέθεσε την οικοδόμηση του μνημείου αυτού στον αρχιτέκτονα Atik Sinan. Δεν διαθέτουμε πολλές πληροφορίες για το πρόσωπο αυτό. Ορισμένες πηγές, όπως ο Δημήτριος Καντεμίρ, αναφέρουν πως ήταν Έλληνας υπήκοος της Αυτοκρατορίας, ο οποίος έφερε το όνομα Χριστόδουλος, προτού ασπαστεί το Ισλάμ. Μπορούμε, σε κάθε περίπτωση, να εικάσουμε με σχετική βεβαιότητα ότι επρόκειτο για απελεύθερο, κατά πάσα πιθανότητα χριστιανό, καθώς το όνομα Atik δηλώνει αυτήν ακριβώς την ιδιότητα.

 Ο πατριωτισμός για τους καθ’ ημάς «απατεώνες» δεν αποτελεί «τελευταίο καταφύγιο», αλλά συνειδητή, πρωταρχική φενάκη.

Ο Atik Sinan, συνεπώς, ολοκλήρωσε πράγματι το έργο, το οποίο εκτός από την ανέγερση του τεμένους περιελάμβανε κι ένα εκτενές συγκρότημα κτιρίων, οπού στεγάζονταν βιβλιοθήκες, σχολεία, νοσοκομεία, κουζίνες και λουτρά. Παρόλα αυτά, ο ικανός αρχιτέκτονας δεν κατάφερε να ικανοποιήσει μια βασική επιθυμία του Σουλτάνου. Φιλοδοξία του Μωάμεθ Β’ ήταν το τέμενος να ξεπεράσει σε μέγεθος και ακτινοβολία την Αγία Σοφία. Όταν διαπίστωσε ότι ο τρούλος του τεμένους δεν ήταν μεγαλύτερος από αυτόν της Αγίας Σοφίας, οργίστηκε και διέταξε να τιμωρηθεί η αποτυχία του αρχιτέκτονα με τον ακρωτηριασμό και των δύο χεριών του. Ο περίφημος περιηγητής και χρονογράφος, Evliya Çelebi, διηγείται πως ο αρχιτέκτονας προσέφυγε κατόπιν αυτής της φριχτής ποινής στον καντή ( qadi), τον δικαστή δηλαδή της Σαρίας, του Ισλαμικού Νόμου. Ο δικαστής κάλεσε ενώπιον του τον Σουλτάνο και αφού του υπέδειξε -με χαρακτηριστική παρρησία- πως δεν δικαιούταν να καθίσει, άλλα όφειλε να σταθεί όρθιος όπως κι ο ενάγων αρχιτέκτονας απέναντι στη Δικαιοσύνη, άκουσε τα επιχειρήματα των δύο πλευρών. Έπειτα, έκρινε πως η ποινή του ακρωτηριασμού υπήρξε πράγματι κατάφορα άδικη. Αποσαφήνισε, εν συνεχεία, στον Σουλτάνο πως, αν ο αρχιτέκτονας το επιθυμούσε, θα μπορούσε να του επιβάλλει την ίδια ποινή , δηλαδή τον ακρωτηριασμό. Ο Μωάμεθ αντιπρότεινε πως θα μπορούσε να παράσχει ισόβιο επίδομα στον αρχιτέκτονα, από τα κρατικά ταμεία. Ο δικαστής, όμως, αρνήθηκε, λέγοντας του πως το ποσό έπρεπε να προέλθει από το προσωπικό του εισόδημα, και ο Σουλτάνος το απεδέχθη. Με τη λήξη αυτής της ιδιότυπης δίκης, ο δικαστής απολογούμενος εξήγησε στον Σουλτάνο πως η απότομη συμπεριφορά του υπαγορευόταν από την αμεροληψία που οφείλει η Δικαιοσύνη απέναντι σε όλους, ακόμη και στους μονάρχες. Ο Σουλτάνος, τότε, έτεινε το σκήπτρο του στον δικαστή και του είπε πως, αν είχε πράξει διαφορετικά, θα τον κομμάτιαζε με αυτό ακριβώς το σύμβολο της εξουσίας του.

Η διήγηση αυτή του Evliya Çelebi αναδεικνύει ένα πρότυπο ηγεμόνα σκληρού, πλην όμως δίκαιου, ο οποίος –ας μου επιτραπεί ο αναχρονισμός-σέβεται την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Η ιστορική πραγματικότητα, όμως, μοιάζει να τον διαψεύδει. Το αρχικό τέμενος Fatih (τέμενος, δηλαδή, του Πορθητή) κατέρρευσε ολοσχερώς μετά από έναν καταστροφικό σεισμό, το 1766. Διασώθηκε, παρόλα αυτά, μια επιτύμβια στήλη, η οποία μας πληροφορεί πως ο αρχιτέκτονας του μνημείου, Atik Sinan, εκτελέστηκε κατόπιν διαταγής του Σουλτάνου, με την ολοκλήρωση του έργου, το 1471. Η παραπάνω ιστορία, επομένως, δεν είναι παρά μια ανεκδοτολογική παραβολή, ή ακόμη και μια σκόπιμη παραποίηση.

Στο έτος που διανύουμε, ο σημερινός «Σουλτάνος» της Τουρκίας θα δει να ολοκληρώνεται η ανέγερση ενός άλλου τεμένους, φιλοδοξία ετών για τον ίδιο. Το τζαμί αυτό βρίσκεται στο μέσο της πλατείας Ταξίμ και χτίστηκε παρά τις αρχικές αντιρρήσεις των δικαστών και μερίδας των κατοίκων. Τα θυρανοίξια ενός μουσουλμανικού τεμένους στην πλατεία που ταυτίστηκε τόσο με την ιστορική προάσπιση του κεμαλισμού όσο και με τις ανά καιρούς αντικαθεστωτικές διαμαρτυρίες αποτελεί μια βαθύτατα συμβολική κίνηση, δηλωτική της άλωσης του κοσμικού κράτους, της ρεπουμπλικανικής Τουρκίας από το νέο-οθωμανισμό του Ερντογάν. Οι εξελίξεις αυτές στη γειτονική μας χώρα φαίνονται, ενδεχομένως, αναπόφευκτες, ίσως και προφανείς. Η παρήγορη αντίσταση, όμως, της ελληνικής Δικαιοσύνης στον εθνικιστικό παροξυσμό που έχει καταλάβει τον δημόσιο λόγο δεν είναι καθόλου προφανής. Αντιθέτως, η απόφαση μη έκδοσης των οχτώ αξιωματικών και –προσφάτως- του συνδικαλιστή Hasan Biber στην Τουρκία αποτελεί συνειδητή επιμονή στην προφύλαξη του Κράτους Δικαίου. Όταν η ιδέα της ανταλλαγής προπαγανδίζεται από κυβερνητικά στελέχη ως επωφελής και «πατριωτική», όταν διαρρέονται για καιρό παρασκηνιακές υποσχέσεις κορυφής προς τη γείτονα, οι αποφάσεις αυτές των δικαστών αποκτούν πρόσθετη αξία. Οι εξελίξεις δείχνουν ότι τα κυβερνητικά νταούλια θα συνεχίσουν να χτυπούν τον σκοπό του εθνικισμού για καιρό, τουλάχιστον μέχρι να στηθούν οι επόμενες κάλπες. Φοβάμαι, όμως, πως -αντίθετα με όσα έγραφε ο Samuel Johnson- ο πατριωτισμός για τους καθ’ ημάς «απατεώνες» δεν αποτελεί «τελευταίο καταφύγιο», αλλά συνειδητή, πρωταρχική φενάκη.


* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Gentile Bellini (Venice 1429 - 1507), Portrait of Sultan Mehmed II with a young dignitary

 

Βελιτζανίδης, Κίμων

Ο Κίμων Βελιτζανίδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1991. Περάτωσε τις σπουδές του στο τμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών το 2014. Πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές Βυζαντίου και ύστερης Αρχαιότητας στο King’s College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και αυτήν την περίοδο ολοκληρώνει μεταπτυχιακές σπουδές με αντικείμενο τις Σταυροφορίες στο κολέγιο Royal Holloway του ιδίου Πανεπιστημίου.

Τελευταία άρθρα: Βελιτζανίδης, Κίμων